Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκυδ-

См. также в других словарях:

  • σκυδμαίνω — Α οργίζομαι εναντίον κάποιου, σκύζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκύζομαι* (< *σκυδ jομαι), κατ αναλογία προς τα ερίζω: εριδμαίνω* (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδ ρος)] …   Dictionary of Greek

  • σκυθρός — ά, όν, Α οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ δ τού σκύζομαι* «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ (πιθ. μέσω ενός τ. *σκυσ θρός) + επίθημα θρός (πρβλ. νω θρός)] …   Dictionary of Greek

  • σκύζομαι — Α 1. οργίζομαι, αγανακτώ («σκυζομένη Διὶ πατρί, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι θυμωμένος, χωλώνομαι («οὔ σευ ἐγώ γε σκυζομένης ἀλέγω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σκύζομαι (< σκυδ jομαι) ανάγεται… …   Dictionary of Greek

  • skeud-1 —     skeud 1     English meaning: to protest, grumble     Deutsche Übersetzung: “unwillig, mũrrisch sein”, in Balt also von körperlichem Schmerze     Material: Gk. σκυδμαίνω, σκύζομαι “rage against, grolle”, σκυθρός (diss. from *σκυδ θρός) “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»