-
1 σκοτεινως
-
2 σκοτεινώς
-
3 σκοτεινῶς
-
4 σκοτεινός
σκοτεινός, 1) finster, dunkel; τὸ γὰρ σκοτεινὸν τῶν ἐνερτέρων βέλος, Aesch. Ch. 284; νυκτος ἅρμα, 650; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν, Xen. Mem. 4, 3, 4; – auch blind, Soph. O. R. 1326; σκοτεινὸν ὄμμα, Eur. Alc. 386, vgl. Herc. Fur. 641; – σκοτεινὰ πράττειν, Geheimes, Eur. Suppl. 324. Bei Pind. N. 7, 61, σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, was »heimlicher Tadel« sein müßte, vermuthet Böckh κοτεινόν. – 2) übertr., unverständlich, von dunkeln Schriftstellern u. ihren Werken; im Ggstz von ἐλλόγιμος καὶ φανός, Plat. Conv. 197 a; καὶ δυςδιερεύνητος, Rep. IV, 432 c; ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεϑα, VIII, 588 d.
-
5 λῡγαῖος
-
6 λυταρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυταρίς
-
7 ἐννύχιος
A by night, at night,ἐ. προμολών Il.21.37
; [νῆες] ἐννύχιαι κατάγοντο Od.3.178
;ἐννύχιαι στεῖχον Hes.
l.c.;ἐ. μέλπεσθαι Pi.P.3.79
;ἐ. τέρψις S.Aj. 1203
(lyr.); gloom-encompassed,Id.
OC 1248 (lyr.); , etc.: neut. as Adv., dub. in Parrhas.3.II ἐννυχίων ἄναξ Ἀϊδωνεῦ king of those who dwell in the realms of Night, S.OC 1558 (lyr.); cf. sq. 11.IIIἐννύχιον κρύπτεις· σκοτεινῶς καὶ δολίως, τινὲς δὲ ἐμμύχιον ἐν τῷ μυχῷ Hsch.
, cf. Call.Aet.3.1.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννύχιος
-
8 τηλαυγής
τηλαυγής, ές (τῆλε ‘afar’, αὐγή; Pind. et al.; LXX, Philo) lit. ‘far-shining’; then gener. ‘clear, plain’ neut. comp. as adv. τηλαυγέστερον (Diod S 1, 50, 1; Vett. Val. 54, 7f οἱ παλαιοὶ μυστικῶς καὶ σκοτεινῶς διέγραψαν, ἡμεῖς δὲ τηλαυγέστερον; Philo, Poster. Cai. 65) metaph. in ref. to intellectual understanding (cp. Vett. Val. above) more clearly Hs 6, 5, 1 (s. also δηλαυγῶς).—DELG s.v. τῆλε. M-M. s.v. τηλαυγῶ.
См. также в других словарях:
σκοτεινώς — σκοτεινῶς ΝΜΑ επίρρ. βλ. σκοτεινός … Dictionary of Greek
σκοτεινῶς — σκοτεινός dark adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek
εννύχιος — ἐννύχιος, α, ον και ἐννύχιος, ον (Α) [νύχιος] 1. νυκτερινός, κατά τη νύχτα, σε νυχτερινή ώρα («ἐννύχιος προμολών», Ομ. Ιλ.) 2. ο περικυκλωμένος από σκοτάδι, σκοτεινός, ζοφερός («ἐννυχίαισι φροντίσι», Αριστοφ.) 3. φρ. «ἄναξ ἐννυχίων» ο βασιλιάς… … Dictionary of Greek
λυγαίος — (I) λυγαῑος, αία, ον (Α) [λύγη] 1. σκοτεινός, σκούρος, σκιερός, σκιώδης («ὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ», Σοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λυγαία ονομασία μιας πόας. επίρρ... λυγαίως (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, λεληθότως». (II) ο ζωολ.… … Dictionary of Greek
λυταώς — λυταῶς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς» … Dictionary of Greek