-
1 σκινθαρίζω
σκινθαρίζω, = σκιμαλίζω, nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 σκανϑαρίζω; bei Hesych. scheint σκινδαρεύω, σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνϑαροι, τὰ προςκινήματα erkl., Phot. aber sagt σκίνδαρος ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.
-
2 σκινθαρίζω
-
3 σκινδαρεύω
σκινδαρεύω u. σκινδαρέω, s. σκινϑαρίζω.
-
4 σκανθαρίζω
σκανθαρίζω, = σκινϑαρίζω, Poll. 9, 126.
-
5 σκίνδαρος
σκίνδαρος, ὁ, s. σκινϑαρίζω.
-
6 σκίνθαρος
σκίνθαρος, ὁ, s. σκινϑαρίζω.
См. также в других словарях:
σκινθαρίζω — και σκανθαρίζω Α (κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι*)] … Dictionary of Greek
σκινθαρίζειν — σκινθαρίζω an indecent gesture pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκανθαρίζω — Α βλ. σκινθαρίζω … Dictionary of Greek
σκιμαλίζω — Α 1. (ως υβριστική χειρονομία) α) χτυπώ τη μύτη κάποιου με το μεσαίο δάχτυλο αφήνοντάς το ελεύθερο ενώ τό συγκρατούσα με τον αντίχειρα β) υψώνω το μεσαίο δάχτυλο 2. (κατ επέκτ.) κακομεταχειρίζομαι κάποιον με λόγια ή έργα 3. καταδακτυλίζω* 4. φρ.… … Dictionary of Greek