-
1 σκανθαρίζω
σκανθαρίζω, = σκινϑαρίζω, Poll. 9, 126.
-
2 σκινθαρίζω
σκινθαρίζω, = σκιμαλίζω, nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 σκανϑαρίζω; bei Hesych. scheint σκινδαρεύω, σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνϑαροι, τὰ προςκινήματα erkl., Phot. aber sagt σκίνδαρος ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.
См. также в других словарях:
σκανθαρίζω — Α βλ. σκινθαρίζω … Dictionary of Greek
σκανθαρίζειν — σκανθαρίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινθαρίζω — και σκανθαρίζω Α (κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι*)] … Dictionary of Greek