Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σκιμαλίζω

См. также в других словарях:

  • σκιμαλίζω — Α 1. (ως υβριστική χειρονομία) α) χτυπώ τη μύτη κάποιου με το μεσαίο δάχτυλο αφήνοντάς το ελεύθερο ενώ τό συγκρατούσα με τον αντίχειρα β) υψώνω το μεσαίο δάχτυλο 2. (κατ επέκτ.) κακομεταχειρίζομαι κάποιον με λόγια ή έργα 3. καταδακτυλίζω* 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • σκιμαλίσω — σκιμᾱλίσω , σκιμαλίζω jeer at aor subj act 1st sg σκιμᾱλίσω , σκιμαλίζω jeer at fut ind act 1st sg σκιμᾱλίσω , σκιμαλίζω jeer at aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιμαλιζόντων — σκιμᾱλιζόντων , σκιμαλίζω jeer at pres part act masc/neut gen pl σκιμᾱλιζόντων , σκιμαλίζω jeer at pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιμαλίσαι — σκιμᾱλίσαι , σκιμαλίζω jeer at aor inf act σκιμᾱλίσαῑ , σκιμαλίζω jeer at aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιμαλίζειν — σκιμᾱλίζειν , σκιμαλίζω jeer at pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιμαλίζεσθαι — σκιμᾱλίζεσθαι , σκιμαλίζω jeer at pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιμαλίζοντος — σκιμᾱλίζοντος , σκιμαλίζω jeer at pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκιμαλίχθαι — ἐσκιμᾱλίχθαι , σκιμαλίζω jeer at perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκιμάλισεν — ἐσκιμά̱λισεν , σκιμαλίζω jeer at aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»