-
1 σκιαγραφια
ἥ досл. теневой рисунок или набросок, изображение в перспективе, перен. видимость, иллюзия Plat., Arst. -
2 σκιαγραφία
σκιᾱγραφίᾱ, σκιαγραφίαpainting with the shadows: fem nom /voc /acc dualσκιᾱγραφίᾱ, σκιαγραφίαpainting with the shadows: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σκιᾱγραφίαι, σκιαγραφίαpainting with the shadows: fem nom /voc plσκιᾱγραφίᾱͅ, σκιαγραφίαpainting with the shadows: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 σκιαγραφίᾳ
Βλ. λ. σκιαγραφία -
4 σκιαγραφία
η 1) см, σκιάγραμμα;2) наложение теней -
5 σκιαγραφία
[скиаграфиа] ουσ θ набросок, эскиз, силуэт. -
6 σκιαγραφία
σκῐᾱγρᾰφ-ία, ἡ,A painting with the shadows (cf. σκιαγραφέω), so as to produce an illusion of solidity at a distance, scene-painting,σ. ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα Pl.Criti. 107d
; , cf. 602d, Phd. 69b, Numen. ap. Eus.PE14.5, 26; ἡ σ. καὶ τὰ ἐνύπνια, compared as being both illusory, Arist. Metaph. 1024b23; ἡ δημηγορικὴ λέξις ἔοικε τῇ σ., i.e. in being calculated for effect, Id.Rh. 1414a8, cf. D.C.52.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιαγραφία
-
7 σκιᾱγραφία
σκιᾱ-γραφία, ἡ, die Handlung, die Kunst des σκιαγράφος, Malerei mit richtiger Verteilung von Schatten u. Licht, bes. perspectivische. Übertr., Vorspiegelung, Blendwerk, Täuschung, indem man den Schatten für den Körper selbst ansieht -
8 σκιαγραφίαι
σκιᾱγραφίαι, σκιαγραφίαpainting with the shadows: fem nom /voc plσκιᾱγραφίᾱͅ, σκιαγραφίαpainting with the shadows: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 σκιαγραφίας
σκιᾱγραφίᾱς, σκιαγραφίαpainting with the shadows: fem acc plσκιᾱγραφίᾱς, σκιαγραφίαpainting with the shadows: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 σκιᾱ-γραφικός
σκιᾱ-γραφικός, ή, όν, zur Malerei mit Schatten und Licht, bes. zur perspectivischen Malerei gehörig, geschickt, ἡ σκιαγραφική, sc. τέχνη, = σκιαγραφία, Sp.
-
11 σκιᾱ-γραφία
σκιᾱ-γραφία, ἡ, die Handlung, die Kunst des σκιαγράφος, Malerei mit richtiger Vertheilung von Schatten u. Licht, bes. perspectivische. – Uebertr., Vorspiegelung, Blendwerk, Täuschung, indem man den Schatten für den Körper selbst ansieht, Plat. Phaed. 69 b Rep. X, 602 d; σκιαγραφίᾳ ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεϑα περὶ αὐτά, Critia. 167 c; vgl. Arist. rhet. 3, 12.
-
12 σκιαγραφιών
-
13 σκιαγραφιῶν
-
14 σκιαγραφίαις
σκιᾱγραφίαις, σκιαγραφίαpainting with the shadows: fem dat pl -
15 σκιαγραφίαν
σκιᾱγραφίᾱν, σκιαγραφίαpainting with the shadows: fem acc sg (attic doric aeolic) -
16 ἀπατηλός
A = ἀπατήλιος, Il.1.526;κόσμος Parm.8.52
;λόγου στόλος Emp.17.26
;δέσποινα X.Oec.1.20
;κακοῦργος καὶ ἀπατηλή Pl.Grg. 465b
;ἀ. λόγος Id.Lg. 892d
;τὸ ἀ. ἐν λόγοις Id.Cra. 407e
;σκιαγραφία ἀ.
producing illusion,Id.
Criti. 107d;στρατηγός App.BC1.112
([comp] Sup.); also, deceptive, opp. γνήσιος, Eus. Mynd.63. Adv.- λῶς Iamb.Myst.3.26
, Poll.9.135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατηλός
-
17 ἀσαφής
ἀσαφ-ής, ές,A indistinct (to the senses), dim, faint,σημεῖα Th.3.22
;σκιαγραφία Pl.Criti. 107d
; indistinct (to the mind), uncertain, obscure,πάντ'.. αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT 439
; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν by night one sees less distinctly, X.Mem.4.3.4;ἀ. πέλαγος AP 12.156
; inarticulate,γλῶσσα Hp.Epid.1.26
.ιγ; of sounds, Arist. Aud. 801b21;φθέγματα Epigr.Gr.1003.6
.2 of persons, obscure,διδάσκαλος Pl.R. 392d
.II Adv.- φῶς
obscurely,Id.
Cra. 427d; πολεμοῦνται ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων without knowing which began, Th.4.20.
См. также в других словарях:
σκιαγραφία — σκιᾱγραφίᾱ , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc/acc dual σκιᾱγραφίᾱ , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγραφίᾳ — σκιᾱγραφίαι , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc pl σκιᾱγραφίᾱͅ , σκιαγραφία painting with the shadows fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγραφία — η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [σκιαγράφος] 1. η τέχνη τού να σκιαγραφεί κανείς, τού να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα 2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα νεοελλ. 1. ζωγραφική απόδοση τής σκιάς τών αντικειμένων 2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο … Dictionary of Greek
σκιαγραφία — η 1. σκιαγράφημα. 2. σχεδίασμα με μαύρο χρώμα μόνο. 3. αναπαράσταση της σκιάς των αντικειμένων στην ιχνογραφία και ζωγραφική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιαγραφικός — ή, ό / σκιογραφικός, ή, όν, ΝΑ [σκιαγράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία νεοελλ. φρ. «σκιαγραφική ουσία» ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό,… … Dictionary of Greek
σκιαγραφίαι — σκιᾱγραφίαι , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc pl σκιᾱγραφίᾱͅ , σκιαγραφία painting with the shadows fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγραφίας — σκιᾱγραφίᾱς , σκιαγραφία painting with the shadows fem acc pl σκιᾱγραφίᾱς , σκιαγραφία painting with the shadows fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
писаниѥ — ПИСАНИ|Ѥ (1050), ˫А с. 1.Действие по гл. писати в 1 знач.: ина многа чюдеса створивъ. памѧ(т) писанию достоина. ПрЛ 1282, 82б; Бѣ нѣкто ди˫аконъ въ ѥп(с)пии. именемь савинъ. имыи ремество книжноѥ писаниѥ. ПНЧ 1296, 24 об.; ѡхъ мне лихого сего… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Галаксиди — Город Галаксиди Γαλαξείδι Страна ГрецияГреция … Википедия
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ασκιαγράφητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει απεικονιστεί με σκιαγραφία 2. εκείνος για τον οποίο δεν έχει γίνει σύντομη περιγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαγραφώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek