-
1 зарисовка
(рисунок) η σκιαγραφία, το σκίτσο- ывать σκιτσάρω, σχεδιάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарисовка
-
2 зарисовка
зарис||овкаж1. (действие) ἡ σκιαγραφία·2. (рисунок) τό σκιαγράφημα, τό σκίτσο. -
3 зарисовать
[ζαρισοβάτ'] ρ. σκιαγραφία -
4 зарисовать
[ζαρισοβάτ'] ρ σκιαγραφία -
5 оклад
-а α.1. μισθός, μηνιάτικες αποδοχές, το μηνιάτικο.2. φορολογία, φόρος•подушный оклад φόρος κατ άτομο.
3. περικύκλωση άγριου ζώου.4. μεταλλική περικόσμηση εικόνας.5. παλ. σιλουέτα, περίγραμμα, σκιαγραφία. -
6 прописка
-и θ.1. άδεια διαμονής• εγγραφή στο δημοτολόγιο.2. σκιαγραφία, σκιτσάρισμα. -
7 пропись
-и θ.1. καλλιγραφικό υπόδειγμα. || χειρόγραφο μέσα σε έντυπο κείμενο.2. μτφ. κοινοτοπία, πεζότητα ρουτίνα (για σκέψη).3. σκιαγραφία, σκίτσο.4. ωςεπίρ. -ью ολογράφως•писать число -ью γράφω τον αριθμό ολογράφως.
-
8 Adumbration
subs.Sketch in outline: P. ὑπογραφή, ἡ, περιγραφή, ἡ, σκιαγραφία, ἡ, τύπος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Adumbration
-
9 Delineation
subs.Sketch: P. ὑπογραφή, ἡ, περιγραφή, ἡ, σκιαγραφία, ἡ; see Description.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Delineation
-
10 Diagram
subs.In geometry: P. διάγραμμα, τό.Sketch, outline: P. σκιαγραφία, ἡ, ὑπογραφή, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Diagram
-
11 Draft
subs.Reinforcement: P. βοήθεια, ἡ.Picked body: P. and V. λογάδες, αἱ.Division: P. and V. τάξις, ἡ.Outline: P. τύπος, ὁ, ὑπογραφή, ἡ, περιγραφή, ἡ, σκιαγραφία, ἡ.Duplicate in writing: P. ἀντίγραφον, τό.——————v. trans.Choose: Ar. and P. ἐκλέγειν (or mid.).Despatch: P. and V. πέμπειν.Sketch in outline: P. ὑπογράφειν, σκιαγραφεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Draft
-
12 Outline
subs.P. ὑπογραφή, ἡ, περιγραφή, ἡ, σκιαγραφία, ἡ, τύπος, ὁ.In outline: P. ἐν τύπῳ, τύπῳ.I see not clearly yet in some sort the outline of his form and a breast like to his: V. ὁρῶ δῆτʼ οὐ σαφῶς, ὁρῶ δέ πως μορφῆς τύπωμα στέρνα τʼ ἐξῃκασμένα (Eur., Phoen. 161.).——————v. trans.P. ὑπογράφειν, σκιαγραφεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Outline
-
13 Skeleton
subs.Bones: P. and V. ὀστᾶ, τά.met., of one very thin: V. σκιά, ἡ, εἴδωλον, τό.Outline: P. σκιαγραφία, ἡ; see Outline.Frame: P. and V. κύτος, τό (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Skeleton
-
14 Sketch
subs.Account, description: P. and V. λόγος, ὁ.Outline: P. and V. σκιαγραφία, ἡ; outling.——————v. trans.Describe in outline: P. σκιαγραφεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sketch
См. также в других словарях:
σκιαγραφία — σκιᾱγραφίᾱ , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc/acc dual σκιᾱγραφίᾱ , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγραφίᾳ — σκιᾱγραφίαι , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc pl σκιᾱγραφίᾱͅ , σκιαγραφία painting with the shadows fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγραφία — η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [σκιαγράφος] 1. η τέχνη τού να σκιαγραφεί κανείς, τού να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα 2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα νεοελλ. 1. ζωγραφική απόδοση τής σκιάς τών αντικειμένων 2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο … Dictionary of Greek
σκιαγραφία — η 1. σκιαγράφημα. 2. σχεδίασμα με μαύρο χρώμα μόνο. 3. αναπαράσταση της σκιάς των αντικειμένων στην ιχνογραφία και ζωγραφική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιαγραφικός — ή, ό / σκιογραφικός, ή, όν, ΝΑ [σκιαγράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία νεοελλ. φρ. «σκιαγραφική ουσία» ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό,… … Dictionary of Greek
σκιαγραφίαι — σκιᾱγραφίαι , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc pl σκιᾱγραφίᾱͅ , σκιαγραφία painting with the shadows fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγραφίας — σκιᾱγραφίᾱς , σκιαγραφία painting with the shadows fem acc pl σκιᾱγραφίᾱς , σκιαγραφία painting with the shadows fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
писаниѥ — ПИСАНИ|Ѥ (1050), ˫А с. 1.Действие по гл. писати в 1 знач.: ина многа чюдеса створивъ. памѧ(т) писанию достоина. ПрЛ 1282, 82б; Бѣ нѣкто ди˫аконъ въ ѥп(с)пии. именемь савинъ. имыи ремество книжноѥ писаниѥ. ПНЧ 1296, 24 об.; ѡхъ мне лихого сего… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Галаксиди — Город Галаксиди Γαλαξείδι Страна ГрецияГреция … Википедия
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ασκιαγράφητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει απεικονιστεί με σκιαγραφία 2. εκείνος για τον οποίο δεν έχει γίνει σύντομη περιγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαγραφώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek