Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκηνίς

См. также в других словарях:

  • σκηνίς — ίδος, ἡ, Α αίθουσα σε μεγάλο πλοίο («ναῡς οὐ χρυσοφόροις σκηνίσιν... ἠσκημένας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. θαμν ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σκηνίδα — σκηνίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνίσιν — σκηνίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»