-
1 σκηνις
См. также в других словарях:
σκηνίς — ίδος, ἡ, Α αίθουσα σε μεγάλο πλοίο («ναῡς οὐ χρυσοφόροις σκηνίσιν... ἠσκημένας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. θαμν ίς)] … Dictionary of Greek
σκηνίδα — σκηνίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνίσιν — σκηνίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)