-
1 σκέλλομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to dry up, to wither, to languish, to grow tired, to harden', act. `to dry up, to parch'.Other forms: ( κατεσκέλλοντο A. Pr. 481, σκελλόμενα σκελετευόμενα H.), fut. 3 pl. σκελοῦνται σκελετισθήσονται H., perf. ἔσκληκα, mostly with κατα-, ἀπο-, ἐν- a. o. (Epich., Hp., Choeril., hell. a. late), aor. κατα-, ἀπο-σκλῆναι, 3. sg. ἀπ-έσκλη (Ar., Men., Alciphr.), opt. ἀπο-σκλαίῃ (Moer., H., Suid.); fut. 2. sg. ἀπο-σκλήσῃ (AP); few act. forms: aor. opt. σκήλειε (Ψ 191), subj. ἐνι-σκήλῃ (Nic. Th. 694), ind. ἔσκειλα (Zonar.)Derivatives: 1. σκελετός m. `dried up body, mummy, skeleton' (Phryn. Com., Pl. Com. [appositive], Phld., Str. etc.), as attribute `dried up' (Nic. Th. 696), with σκελετ-ώδης `mummy-like' (Luc., Erot.), - εύω ( κατα σκέλλομαι) `to mummify, to dry up, to parch' (Teles, Dsc. a. o.), - εύομαι ( κατα-) `to dry up, to languish' (Ar. Fr. 851, Isoc., Gal. a. o.), to which - εία (- ίη) f. `the drying up, withering' (Gal., Aret.), - ευμα n. `that which has withered' (sch.); - ίζομαι = - εύομαι (H., Zonar.). 2. σκελιφρός `dried up, meagre, slender' (Hp., Erot. [v.l. - εφρός]); cf. σκληφρός, στιφρός (untenable on σκελε-: σκελι- Specht Ursprung 126; s. also below). 3. σκληρός `hard, brittle, harsh, severe' (Hes., also Dor.) with σκληρ-ότης, - ύνω, - υσμα, - υσμός, - όομαι etc. 4. σκληφρός `slender, weak, small, thin' (Pl., Theopomp. Com.; also Arist.); in form and meaning influenced by ἐλα-φρός (cf. below). 5. - σκελής as 2. member referring to the verb after Schwyzer 513 (a noun *σκέλος `drought, emaciation, exhaustion; hardness, brittleness' is in any case not attested): περι-σκελής `very hard, brittle, inflexible' (Hp., S., hell. a. late) with περισκέλεια (- ία) f. `hardness, inflexibility' (Arist., medic., Porph.); κατασκελ-ής (: κατα-σκέλλομαι) `meagre' (of stile), `powerless, brittle' (D. H., Prol.); unclear ἀ-σκελής (Hom., Nic.), as adj. of people in ἀσκελέες καὶ ἄθυμοι (κ 463), approx. `powerless and despondent', elsewhere as adv. - ές, - έως of crying resp. be engry (δ 543; T 68 a. α 68), of suffering (Nic. Th. 278), approx. `incessantly, violently'. As ἀ- can be both privative and copulative and σκέλλομαι, ἔσκληκα refers both to fading away and to growing hard, diff. interpretations are thinkable (not convincing Bechtel Lex. s. v.; s. also above (Frisk) I 163 s. v. ἀσκελής and Bq w. lit.).Etymology: From the above survey we find a system ἔσκληκα: σκλῆναι like e.g. τέτλη-κα: τλῆ-ναι; to this the full grade yot-present σκέλλομαι as ἀνα-τέλλω. The aoristforms σκήλειε and ἐνι-σκήλῃ stand therefore for σκειλ- (\< σκελ-σ-), perh. as old analogy to σφήλειε a. o. (cf. Schwyzer 756 w. lit.). Other deviations are ἐσκληῶτες (A. R.), after τεθνηῶτες, ἑστηῶτες (cf. Kretschmer Glotta 3, 311 f.), ἀπο-σκλαίη after τεθναίη, σταίη a. o. Because of Dor. σκληρός, σκελε-τός (cf. ἔ-τλᾱν, τελα-μών) - αι- cannot be old. -- The verb has maintained itself best in the perf. ἔσκληκα, was however elsewhere as the ep. τέρσομαι, τερσαίνω by ξηραίνω, αὑαίνω pushed back and replaced. Of the few derivv. esp. the semant. emancipated σκληρός maintained itself. -- Nearer non-Greek cognates do not exist. From other languages have been adduced: Germ. NHG schal `faint, vapid', LG. also `dry, barren', MEngl. schalowe `faint, tired, shallow' (NEngl. shallow), Swed. skäll `meagre' (of the bottom), `thin, faint' (of food, soup, beer), `sourish' (of milk), PGm. * skala-, -i̯a-; without anl. s-: Latv. kàlss `meagre', kàlstu, kàlst `dry up'; Germ., e.g. LG. hal(l) `dry, meagre', NHG hellig `tired, exhausted (by thirst)', behelligen `tire, vex'; Toch. A kleps-, B klaiks- `dry up, languish' (v. Windekens Orbis 11, 342 f. with direct identification with σκελιφ-ρός, σκληφρός; dif. on this above. On the very doubtful connection of σκελετός with Lat. calidus Bloch Sprachgesch. u. Wortbed. 24. -- Older lit. in Bq and WP. 2, 597.Page in Frisk: 2,722-723Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκέλλομαι
-
2 βαρυσκελής
βᾰρῠ-σκελής, ές,A heavy in the legs, slow, Trag.Adesp.250.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυσκελής
-
3 βραδυσκελής
βρᾰδῠ-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραδυσκελής
-
4 βραχυσκελής
βρᾰχυ-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχυσκελής
-
5 κακοσκελής
κᾰκο-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοσκελής
-
6 λεπτοσκελής
λεπτο-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτοσκελής
-
7 μακροσκελής
μακρο-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακροσκελής
-
8 μικροσκελής
μικρο-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικροσκελής
-
9 μονοσκελής
μονο-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοσκελής
-
10 παρασκελής
παρα-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασκελής
-
11 παχυσκελής
πᾰχυ-σκελής, ές,A thick-legged, Lyr.Adesp.21, Gal.6.322, Adam.2.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παχυσκελής
-
12 περισκεπάζω
A cover, screen all round,βύσσῳ τι AP5.103
(Marc. Arg.), cf. Gp.2.4.2:—[voice] Pass., Thphr.HP4.5.3, Dsc.2.76. -ής, ές, ([etym.] σκέπας) covered all round, ὄρος θάμνοισι π. Call.Jov.11 ;οἶκοι Moschio
Trag.7.27: metaph., λόγος π. ἑτέρῳ κόσμῳ, of a myth, Max.Tyr.10.5 (s.v.l.).II covering or screening all round,πύργοι Call.Del.23
; [ὥρα] τῷ ἀέρι περισκεπής (fort. - σκελής) Thphr.HP7.1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκεπάζω
-
13 τετρασκελής
A four-legged, four-footed, τ. οἰωνός, of a kind of griffin, A.Pr. 397; χέρσου τ. γονή, i.e. quadrupeds, S.Fr.941.10; τ. ὕβρισμα the wanton violence of Centaurs, E.HF 181; τ. κενταυροπληθὴς πόλεμος ib. 1272; of bandages, Heliod. ap. Orib.48.23.1, Sor.Fasc.41, Gal. 18(1).774.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρασκελής
-
14 τραγοσκελής
τρᾰγο-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγοσκελής
-
15 τρισκελής
τρι-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρισκελής
-
16 φοινικοσκελής
φοινῑκο-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικοσκελής
-
17 χαλκοσκελής
χαλκο-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκοσκελής
-
18 ἀνισοσκελής
ἀνῐσο-σκελής, ές,A with uneven legs, Sch.D.P.175; with tails of unequal length, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.63 tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνισοσκελής
-
19 ἑτεροσκελής
ἑτερο-σκελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτεροσκελής
-
20 ἱμαντοσκελής
ἱμαντο-σκελής, ές,= foreg., Tz. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱμαντοσκελής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευσκελής — εὐσκελής, ές (ΑΜ) ευκίνητος, δραστήριος. επίρρ... εὐσκελῶς (Μ) δυνατά, ρωμαλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ισο σκελής] … Dictionary of Greek
ιμαντοσκελής — ἱμαντοσκελής, ές (Μ) ιμαντόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, τετρα σκελής] … Dictionary of Greek
ιπποσκελής — ἱπποσκελής, ές (Α) αυτός που έχει σκέλη ίππου («ἄνθρωπος ἱπποσκελής» άνθρωπος με σκέλη ίππου, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, ισχνο σκελής] … Dictionary of Greek
ισοσκελής — ές (ΑΜ ἰσοσκελής, ές) αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές η ιδιότητα τού ισοσκελούς νεοελλ. φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός»… … Dictionary of Greek
ισχνοσκελής — ἰσχνοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, μακρο σκελής] … Dictionary of Greek
κακοσκελής — κακοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς ἵππος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ταχυ σκελής] … Dictionary of Greek
λεπτοσκελής — λεπτοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾱλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ισο σκελής] … Dictionary of Greek
μακροσκελής — ές (AM μακροσκελής, ές) αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια νεοελλ. 1. (για προφορικό ή γραπτό λόγο) αυτός που αποτελείται από μακρές περιόδους, μακροπερίοδος 2. εκτεταμένος, πολύ διεξοδικός («μακροσκελές άρθρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * +… … Dictionary of Greek
περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… … Dictionary of Greek
σαπροσκελής — ές, Μ αυτός που έχει σαπρά, σάπια σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, κακο σκελής] … Dictionary of Greek
φοινικοσκελής — ές, Α αυτός που έχει κόκκινα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, κακο σκελής] … Dictionary of Greek