Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰσοσκελής

См. также в других словарях:

  • ἰσοσκελής — with equal legs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοσκελής — ές (ΑΜ ἰσοσκελής, ές) αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές η ιδιότητα τού ισοσκελούς νεοελλ. φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός»… …   Dictionary of Greek

  • ισοσκελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει ίσα τα δύο σκέλη ή τα δύο αντίστοιχα μέρη του: Ισοσκελές τρίγωνο. – Ισοσκελής προϋπολογισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσοσκελῆ — ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοσκελέστερον — ἰσοσκελής with equal legs adverbial comp ἰσοσκελής with equal legs masc acc comp sg ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοσκελίζω — [ισοσκελής] (για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) καθιστώ ισοσκελή, εξισώνω τη χρέωση με την πίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοσκελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ἰσοσκελεῖ — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοσκελεῖς — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem acc pl ἰσοσκελής with equal legs masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοσκελέα — ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοσκελές — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem voc sg ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοσκελοῦς — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»