-
1 σκαλ(α)πάζει
Grammatical information: v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκαλ(α)πάζει
-
2 скальп
[σκάλ'π] ουσ. α. το δέρμα του κρανίου -
3 скальпель
[σκάλ'πιλ'] ουσ. α. (ιατρ.) νυστέρι -
4 скольжение
[σκαλ'ζένιε] οοσ. ο. γλίστρημα -
5 скальп
[σκάλ'π] ουσ α το δέρμα του κρανίου -
6 скальпель
[σκάλ'πιλ'] ουσ α (ιατρ) νυστέρι -
7 скольжение
[σκαλ'ζένιε] ουσ ο γλίστρημα -
8 σκαλεία
σκᾰλ-εία, ἡ,A hoeing, Gp.2.24 tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλεία
-
9 σκάλευθρον
A v.l. -εθρον), τό, later form for σπάλαθρον, Poll.7.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκάλευθρον
-
10 σκάλευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκάλευμα
-
11 σκάλευσις
A poking, scratching up, Aq.Ps.63(64).7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκάλευσις
-
12 σκαλεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλεύς
-
13 σκαλεύω
A = σκάλλω, stir, poke, ; πῦρ μαχαίρᾳ μὴ ς., i.e. don't provoke an angry m<*>n, Pythag. prov. in Arist.Fr. 197, cf. Plu.Num.14, Luc.VH2.28, <*>L. 8.17; σ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς, Arist.Pr. 960b35, 961a37: abs., of pou<*>y, scratch, Plu.2.516d: prov., αἰγὸς τρόπον μάχαιραν ἐσκάλευσά < μοι>, i. e. I have unearthed the weapon for my own destruction, Com.Adesp. 47 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλεύω
-
14 σκαλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλίζω
-
15 σκαλισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλισμός
-
16 σκαλιστήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλιστήριον
-
17 σκαλίς
A instrument for hoeing, hoe or shovel, IG22.1424a391, 1548, Str. 3.2.9, J.BJ2.8.9. -
18 σκάλλω
Grammatical information: v.Meaning: `to hack, to scrape' (Hdt., Arist., Thphr., LXX).Other forms: only pres. a. ipf. (aor. ipv. περίσκαλον Gp.; correct?)Compounds: Rarely w. δια- a. o. (partly controversial).Derivatives: 1. σκαλ-ίς, - ίδος f. `hack' (Att. onscr. IVa, Str., J.) with - ιδεύω `to hack' (gloss.); 2. - σις f. `the hacking' (Thphr.); 3. - μός m. `id.' (pap. IIIp; on σκαλμός `thole' s. v.); 4. - ηνός (- ηνής) `craggy, rough, uneven'; of numbers `odd', of triangles `scalene', of cones `slant' (s. Mugler Dict. géom. 377; Democr. ap. Thphr., Hp., Pl., Arist. etc.; on the formation cf. γαληνός; s. also σκολιός) with - ηνία, - ηνόομαι (Plu.); 5. ἄ-σκαλος `unhacked' (Theoc.; prob. metri c. for ἀσκάλευτος). Secondary verbs: 1. σκαλ-εύω, aor. σκαλεῦσαι, also w. ἀνα-, ἐκ-, ὑπο- a. o. `to hack, to scrape, to stir up' (Hp., Ar., Arist. etc.) with several derivv.: σκαλ-εύς m. `hack' (X., Poll.; not with Bosshardt 54 from *σκαλή), - ευσις f. `the scraping' (Aq.), - ευμα n. `scrapings' (sch., H.), - ευθρον n. `poker' (Poll.; cf. Bechtel Dial. 1, 210), - εία f. `the hacking' (Gp. tit.). 2. σκαλ-ίζω (ἀ- σκάλλω) `id.' (Phryn.) with - ισμός m. `the hacking' (pap., Eun.), - ιστή-ριον n. `hack' (sch.). - On σκαλίας s.v.Etymology: As zero grade yot-present σκάλλω can be formally identified with Lith. skiliù, inf. skìlti `strike fire': IE *skl̥-i̯ō [but the accent shows that the root is disyllabic; s. bel.]. Semantically closer are the innovated nasalpresents skįlù (skylù) `split off, get a tear' and the full grade skeliù, skélti `split', also `strike fire (ùgnį) (from a stone)', the last of which is also found in Germ., e.g. ONord. skilja `separate, distinguish'. Diff. again MLG schelen `id.' (PGm. * skelōn; type Lat. secāre), Arm. c'elum `split' (u-pesent; anlaut unclear), Hitt. iškallāi- `split, tear apart' (formation uncertain; s. Kronasser Etymologie $ 200 f., 214). -- The Greek derivv. go all back on ungeminated σκαλ-, which must not be old, but may have originated after σφαλ- (: σφάλλω), θαλ- (: θ άλλω) etc. Sophie Minon ( RPh. LXXIV 282) reconstructs *skl̥h₁-ye\/o-, assuming that the laryngeal disappeared in this position, after Pinault 1982, 265-272; cf. LIV 500. On σκαλαθύρω s.v. -- To the same formal system, but independent of σκάλλω, belong also σκαλμός `thole', σκῶλος, σκόλοψ etc.; s. vv. A clear separation from the semant. cognate κολάπτω, κόλος, κλάω, κελεός etc. cannot be achieved; [not here σκύλλω]. -- The non-Greek formations are innumerable; on this WP. 2, 590ff., Pok. 923ff. w. rich lit.Page in Frisk: 2,715-716Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκάλλω
-
19 избить
изобью, изобьшь, προστκ. избей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избитый, βρ: -бит, -а, -о ρ.σ.μ.1. δέρνω,, χτυπώ•избить до полу-смрти δέρνω μέχρι αναισθησίας.
2. παλ. εξοντώνω, ξεκάνω, αφανίζω•ворвавшись в город завоеватели -ли всё население поголовно σαν εισόρμησαν στην πόλη οι καταχτητές, αφάνισαν όλον τον πληθυσμό.
3. βλάφτω, χαλνώ, αχρηστεύω•-ли-всю дорогу телегами χάλασαν όλο το δρόμο με τα κάρα.
1. χτυπιέμαι, μωλωπίζομαι•падая с лестницы, он весь -ился πέφτοντας αυτός από τη σκάλ.α καταχτυπήθηκε.
2. βλάφτομαι,χαλνώ, αχρηστεύομαι.
См. также в других словарях:
-ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… … Dictionary of Greek
ALCIMUS — I. ALCIMUS Iudaeus transfuga, et proditor, a Demetrio, seu Lysia summus Iudaeorum Pontifex constitutus, quamvis de sacerdotum genere non erat. 1 Machab. c. 7. v. 9. et 2 Machab. c. 14. v. 3. Vide Ioseph. Iud. Antiq. l. 12. c. 17. Salian. Torniel … Hofmann J. Lexicon universale
ασκαλώπακας — ο (Α ἀσκαλώπας) σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, μπεκάτσα, ξυλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ασκαλώπας, που απαντά στον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποτελεί διαλεκτική λ. (υπόθεση στην οποία οδηγεί το κατά πάσα πιθανότητα μακρό, ληκτικό ᾱ), προέρχεται δε από α… … Dictionary of Greek
σκάλλω — ΜΑ σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.) αρχ. μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ) β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< *σκαλ jω) ανάγεται στη συνεσταλμένη… … Dictionary of Greek
σκαλίας — ὁ, Α το εσωτερικό περιφερειακό τμήμα τής αγκινάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ τού σκάλλω + επίθημα ίας (πρβλ. καπν ίας), πιθ. λόγω τού ότι βρίσκεται στο εσωτερικό τού φυτού] … Dictionary of Greek
σκαλίδα — η / σκαλίς, ίδος, ΝΑ εργαλείο για την ανατάραξη ή για το σκάψιμο τού χώματος, μικρή αξίνα με την οποία γίνεται το σκάλισμα, σκαλιστήρι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) ποτήρι, κούπα ή λεκάνη, σκάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ τού σκάλλω + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σκαλίδρις — και δ. γρφ. καλίδρις, ιος, ἡ, Α είδος πτηνού που ζει κοντά στις λίμνες και στους ποταμούς, πιθ. ο πελαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. σύνθ. από τις λ. σκάλλω και ὕδωρ με σημ. «αυτός που σκαλίζει στο νερό», οπότε θα έπρεπε στην… … Dictionary of Greek
σκαλίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α σκάβω νεοελλ. 1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους 2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» λέγεται για εκείνους… … Dictionary of Greek
σκαλεύω — ΝΜΑ ανακινώ κάτι χρησιμοποιώντας εργαλείο ή με τα χέρια μου, ξύνω, σκαλίζω («σκαλεύειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. επιδιώκω να εξιχνιάσω κάτι αρχ. 1. ανασκαλεύω τη φωτιά («σκαλεύοντ ἄνθρακας», Αριστοφ.) 2. (ιδίως για όρνιθες) ανασκάπτω… … Dictionary of Greek
σκαληνός — ή, ό / σκαληνός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ός, Α 1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής 2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες β) «σκαληνοί μύες» τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και… … Dictionary of Greek
σκόλοπας — ο / σκόλοψ, οπος, ΝΜΑ σώμα επίμηκες που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, ώστε να μπορεί να μπήγεται, πάσσαλος, παλούκι νεοελλ. μτφ. βάσανο, ενόχλημα αρχ. 1. μικρή σχίζα, αγκάθι 2. εργαλείο κατάλληλο για χειρουργική επέμβαση στην ουρήθρα 3. το οξύ άκρο… … Dictionary of Greek