Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκαλ-

См. также в других словарях:

  • -ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ALCIMUS — I. ALCIMUS Iudaeus transfuga, et proditor, a Demetrio, seu Lysia summus Iudaeorum Pontifex constitutus, quamvis de sacerdotum genere non erat. 1 Machab. c. 7. v. 9. et 2 Machab. c. 14. v. 3. Vide Ioseph. Iud. Antiq. l. 12. c. 17. Salian. Torniel …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ασκαλώπακας — ο (Α ἀσκαλώπας) σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, μπεκάτσα, ξυλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ασκαλώπας, που απαντά στον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποτελεί διαλεκτική λ. (υπόθεση στην οποία οδηγεί το κατά πάσα πιθανότητα μακρό, ληκτικό ᾱ), προέρχεται δε από α… …   Dictionary of Greek

  • σκάλλω — ΜΑ σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.) αρχ. μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ) β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< *σκαλ jω) ανάγεται στη συνεσταλμένη… …   Dictionary of Greek

  • σκαλίας — ὁ, Α το εσωτερικό περιφερειακό τμήμα τής αγκινάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ τού σκάλλω + επίθημα ίας (πρβλ. καπν ίας), πιθ. λόγω τού ότι βρίσκεται στο εσωτερικό τού φυτού] …   Dictionary of Greek

  • σκαλίδα — η / σκαλίς, ίδος, ΝΑ εργαλείο για την ανατάραξη ή για το σκάψιμο τού χώματος, μικρή αξίνα με την οποία γίνεται το σκάλισμα, σκαλιστήρι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) ποτήρι, κούπα ή λεκάνη, σκάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ τού σκάλλω + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σκαλίδρις — και δ. γρφ. καλίδρις, ιος, ἡ, Α είδος πτηνού που ζει κοντά στις λίμνες και στους ποταμούς, πιθ. ο πελαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. σύνθ. από τις λ. σκάλλω και ὕδωρ με σημ. «αυτός που σκαλίζει στο νερό», οπότε θα έπρεπε στην… …   Dictionary of Greek

  • σκαλίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α σκάβω νεοελλ. 1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους 2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» λέγεται για εκείνους… …   Dictionary of Greek

  • σκαλεύω — ΝΜΑ ανακινώ κάτι χρησιμοποιώντας εργαλείο ή με τα χέρια μου, ξύνω, σκαλίζω («σκαλεύειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. επιδιώκω να εξιχνιάσω κάτι αρχ. 1. ανασκαλεύω τη φωτιά («σκαλεύοντ ἄνθρακας», Αριστοφ.) 2. (ιδίως για όρνιθες) ανασκάπτω… …   Dictionary of Greek

  • σκαληνός — ή, ό / σκαληνός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ός, Α 1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής 2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες β) «σκαληνοί μύες» τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και… …   Dictionary of Greek

  • σκόλοπας — ο / σκόλοψ, οπος, ΝΜΑ σώμα επίμηκες που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, ώστε να μπορεί να μπήγεται, πάσσαλος, παλούκι νεοελλ. μτφ. βάσανο, ενόχλημα αρχ. 1. μικρή σχίζα, αγκάθι 2. εργαλείο κατάλληλο για χειρουργική επέμβαση στην ουρήθρα 3. το οξύ άκρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»