Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκίφος

См. также в других словарях:

  • σκιφός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιφός — και σκιπός, ή, όν, Α 1. φειδωλός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκιφός, ὁ μικρολόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκνιπός / σκνιφός] …   Dictionary of Greek

  • σκίφος — ξίφος sword neut nom/voc/acc sg (aeolic) σκίφος sword neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίφος — εος, τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. ξίφος …   Dictionary of Greek

  • σκιφούς — σκιφός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

  • σκίφη — ξίφος sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric aeolic) ξίφος sword neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκίφη fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκίφος sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκίφος sword neut nom/voc/acc dual (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • κίφος — κίφος, τὸ (Α) (μεσσηνιακός τ.) ο στέφανος («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὅν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκίφος με απώλεια τού σ (πρβλ. σκιφίνιον, σκιφατόμος). Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • σκίφη — και σκιφία, ἡ, Α [σκιφός] φιλαργυρία, τσιγκουνιά …   Dictionary of Greek

  • σκιφίζω — Α [σκίφος] (δωρ. τ.) ξιφίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»