-
1 σκίῤῥον
σκίῤῥον, τό, = σκίῤῥος 2; die harte äußere Rinde des Käses, Ar. Vesp. 925, Schol. sagt τὸ ῥ υπῶδες ἐπὶ τῶν τυρῶν u. führt aus Eupolis an λοιπὸς γὰρ οὐδείς, τροφαλὶς ἐκείνη ἐφ' ὕδωρ βαδίζει σκίῤῥον ἠμφιεσμένη. Vgl. σκιῤῥόω.
-
2 σκίῤῥον
σκίῤῥον, τό, die harte äußere Rinde des Käses -
3 σκιῤῥόω
-
4 σκιρράς
A v. σκῖρος3 [full] σκίρρον, [suff] σκιρρός, [suff] σκιρρόομαι, [suff] σκιρρων, [suff] σκιρρωσις, v. σκιρ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιρράς
-
5 σκῖρον
σκῖρον, τό, -
6 σκῖρος
σκῖρος, ὁ,A hard (perh. chalk) land overgrown with bushes, scrub, Tab.Heracl.1.19; τῶν ξύλων.. τῶν ἐν τοῖς ς. ib.144; = πυρρώδης ( ῥυπώδης cj. Mein.) γῆ acc. to Philet. ap. Hsch.; σκ[ε]ίρα (leg. σκῖρα) .. χωρία ὕλην ἔχοντα εὐθετοῦσαν εἰς φρύγανα, Hsch.; σκ[ε]ῖρος·.. ἄλσος καὶ δρυμός, Id. (but opp. δρυμός, Tab.Heracl. ll.cc.);ἠὲ σ. ἔην, νῦν αὖ θέτο τέρματ' Ἀχιλλεύς Il.23.332
, 333 as shortd. into one line by Aristarch. (here = ῥίζα, διὰ τὸ ἐσκιάσθαι acc. to Sch.T ad loc.).2 hardened swelling or tumour, induration, Hp.Mul.1.18 (τὸν σκῖρον [σκίρρον codd.]σκῦρον ὀνομάζει Erot.
s.v. σκυρωθῶσι), Sor.2.7 ( σκύρου cod.), 9 ( σκύρον cod.), 56, Gal.11.736, Aret.CD1.14 ( σκίρρος codd.).
См. также в других словарях:
σκίρρον — τὸ, ΜΑ βλ. σκῑρον … Dictionary of Greek
σκίρον — και σκίρρον και εσφ. γρφ. σκῡρον, τὸ, ΜΑ μσν. εσχάρα έλκους, κρούστα, κάκαδο αρχ. 1. ο εξωτερικός φλοιός τού τυριού 2. αποξηραμένες βρομιές, ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῖρος, (ὁ) «σκληρή γη» με αλλαγή γένους. Ο τ. σκῦρον είναι εσφ. γρφ., πιθ. κατ … Dictionary of Greek