-
1 σιάζω
(αόρ. εσιαξα) 1. μύτ.1) выравнивать, делать ровным, гладким; 2) устраивать; улаживать, налаживать; улучшать, поправлять; благополучно завершать; σιάξε λίγο τη γραβάτα σου поправь свой галстук; τα σιάξανε ο) они наладили свои отношения, они поладили, помирились; б) они поженились, обручились; 3) приводить в порядок; убирать; 4) ремонтировать, исправлять; § θα σε σιάξω! я тебе покажу!; 2. αμετ. 1) выравниваться, делаться ровным, гладким; 2) устраиваться; улаживаться, налаживаться; улучшаться, поправляться; благополучно завершаться; άμα σιάξει ο καιρός... если погода улучшится...; 3) быть исправленным, отремонтированным -
2 σιάζω
[сьязо] р. приводить в порядок, устраивать, улаживатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σιάζω
-
3 σιάζω
[сьязо] ρ приводить в порядок, устраивать, улаживать. -
4 Διονυσιάζω
Διονῡσιάζω, Διονυσιάζωkeep the Dionysia: pres subj act 1st sgΔιονῡσιάζω, Διονυσιάζωkeep the Dionysia: pres ind act 1st sg -
5 αφροδισιάζω
ἀφροδῑσιάζω, ἀφροδισιάζωhave sexual intercourse: pres subj act 1st sgἀφροδῑσιάζω, ἀφροδισιάζωhave sexual intercourse: pres ind act 1st sg -
6 ἀφροδισιάζω
ἀφροδῑσιάζω, ἀφροδισιάζωhave sexual intercourse: pres subj act 1st sgἀφροδῑσιάζω, ἀφροδισιάζωhave sexual intercourse: pres ind act 1st sg -
7 ρυσιάζω
ῥῡσιάζω, ῥυσιάζωtreat as a: pres subj act 1st sgῥῡσιάζω, ῥυσιάζωtreat as a: pres ind act 1st sg -
8 ῥυσιάζω
ῥῡσιάζω, ῥυσιάζωtreat as a: pres subj act 1st sgῥῡσιάζω, ῥυσιάζωtreat as a: pres ind act 1st sg -
9 загладить
загладитьсов, заглаживать несов1. ἰσιώνω, λειαίνω:\загладить складки ισιώνω τίς πτυχές, ίσιωνω τίς σούρες·2. перен διορθώνω, σιάζω:\загладить вину́ διορθώνω τό φταίξιμο μου. -
10 σάζω
(αόρ. έσαξα) см. σιάζω -
11 σ(ι)άχνω
см. σιάζω -
12 σ(ι)άχνω
см. σιάζω -
13 preen
[pri:n]1) ((of birds) to arrange (the feathers): The sea-gulls were preening themselves / their feathers.) σιάζω τα φτερά μου2) (used unkindly, meaning to attend to one's appearance: The woman was preening herself in front of the mirror.) (αυτοπαθές)στολίζομαι,καμαρώνομαι -
14 Ορεκτικός
[трэптикос] επ. питательный. Θ.επτικότητα [трэптикотита] ουσ. Θ. питательность. Θ.έφω [трефо] ρ. кормить Θ.έψη [трэпси] ουσ. θ. откармливание, вскармливание, Θ.ήνος [тринос] ουσ. α рыдание, плач, Θ.ηνώ [трино] ρ. рыдать, оплакивать. Θ.ησκεία [трискиа] ουσ. θ. религия. Θ.ησκευτικός [трискэфтикос] επ. религиозный, Θ.ήσκος [трискос] επ. верующий. Θ.ιαμβευτής [триамвэфтис] ουσ. а. победитель, Θ.ιαμβευτικός [триамвэфтикос] επ. победный, Θ.ιαμβεύω [триамвево] ρ. ликовать Θ.ίαμβος [триамвос] ουσ. α триумф, ликование, Θ.όνος [тронос] ουσ. а. трон, престол. Θ.υλικός [триликос] επ. ужастный Θ.ύλος [трилос] ουσ. а. легенда. Θ.υμματίζω [тримматизо] р. дробить, крошить, Θ.ελλα [тиэлла] ουσ. Θ. шторм, гроза. Θ.ελλώδης [тиэллодис] επ. бурный, грозовой, Θ.μα [тима] ουσ. о. жерт Θ.μάρι [тимари] ουσ. о. тимьян Θ.μιάζω [тимиазо] р. курить фимиам Θ.μίαμα [тнмиама] ουσ. о. фимиам Θ.μιατό [тимиато] ουσ. о. курильница. Θ.μίζω [тимизо] р. напоминать, Θ.μός [тимос] ουσ. а. гнев, ярость, раздажение. Θ.μωμένος [тимомэнос] επ. раздражённый, Θ.μώνω [тимоно] ρ. (μτβ.) сердить, раздражать, Θ.ρωρός [тиророс] ουσ. а. швейцар. Θ.σία [тисиа] ουσ. Θ. жертва, Θ.σιάζω [тисиазо] р. жертвовать. Θ.ρώ [торо] р. наблюдатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Ορεκτικός
-
15 ἐνθουσιάζω
Grammatical information: v.Meaning: `be possessed by a god' (Pl., hell.).Derivatives: ἐνθουσίασις (Pl., Ph.), ἐνθουσιασμός (Democr., Pl.), ἐνθουσία (Procl.; postverbal); ἐνθουσιαστικός `possessed' (Pl., Arist.), - αστής `somebody who is...' (Ptol.); ἐνθουσιώδης, adv. - δῶς `possessed' (Hp.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: From ἔνθεος after the verbs in - σιάζω ( θυσιάζω a. o.) and the verbs of illness in - ιάω (Osthoff MU 2, 38); with εο \> ου Schwyzer 251. - To ἔνθεος prop. "in whom is a god" s. Schwyzer 429 and 435, Strömberg Prefix Studies 115.Page in Frisk: 1,517Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐνθουσιάζω
-
16 bollaştırmak
(miktar)πολλαπλα- σιάζω, (giysi) φαρδαίνω
См. также в других словарях:
σιάζω — και σάζω και σιάχνω έσιαξα, σιάχτηκα, σιαγμένος 1. ευθυγραμμίζω, ισιώνω: Σιάξε τις γραμμές. 2. τακτοποιώ: Οι στρατιώτες μόλις σηκωθούν το πρωί σιάζουντα κρεβάτια τους. 3. διορθώνω, επισκευάζω: Θα το σιάξουμε φέτος το σπίτι. 4. αμτβ., διορθώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιάζω — σιάζω, έσιαξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. σιάχνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σιάζω — και σάζω ΝΜ, και σιάχνω Ν (μτβ.) καθιστώ κάτι ίσο, ευθύ, ομαλό ή επίπεδο, ευθειάζω, ισιώνω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση ή τό επαναφέρω στην αρχική καλή του κατάσταση, τακτοποιώ, διευθετώ, συγυρίζω («σιάξε το μαντίλι σου») 2.… … Dictionary of Greek
αποσιάζω — [σιάζω] 1. αποκαθιστώ στη σωστή θέση, τακτοποιώ 2. ( ομαι) περιποιούμαι τον εαυτό μου, στολίζομαι … Dictionary of Greek
ισάζω — και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση τού ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση τού προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ισιάζω — και ισάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και ἰσιάζω ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω, σάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ισάζω] … Dictionary of Greek
σιάξιμο — και σάξιμο και σιάσιμο, το, Ν [σιάζω / σιάχνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιάζω, η τοποθέτηση ενός πράγματος σε ευθεία γραμμή, ευθειασμός 2. συνεκδ. α) η τοποθέτηση ενός πράγματος στη σωστή του θέση, τακτοποίηση, διευθέτηση β) η… … Dictionary of Greek
Διονυσιάζω — Διονῡσιάζω , Διονυσιάζω keep the Dionysia pres subj act 1st sg Διονῡσιάζω , Διονυσιάζω keep the Dionysia pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδισιάζω — ἀφροδῑσιάζω , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse pres subj act 1st sg ἀφροδῑσιάζω , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυσιάζω — ῥῡσιάζω , ῥυσιάζω treat as a pres subj act 1st sg ῥῡσιάζω , ῥυσιάζω treat as a pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσιαχτος — και άσιαστος και άσαστος, η, ο [σιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ισιώσει («άσιαχτη βέργα») 2. ο ασυγύριστος, ο ατακτοποίητος 3. ο μισοτελειωμένος («άσιαχτο σπίτι») 4. αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμη … Dictionary of Greek