Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σιχαμερός

См. также в других словарях:

  • σιχαμερός — ή, ό, Ν αυτός που προκαλεί αηδία και έντονη αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός. επίρρ... σιχαμερά Ν με σιχαμερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός, ζουμ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • σιχαμερός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί σιχασιά: Βρέθηκε μπροστά σε ένα σιχαμερό θέαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιχαδερός — ή, ό, Ν σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιχαμερός, πιθ. διαλεκτικός] …   Dictionary of Greek

  • τρισβδέλυκτος — ον, Α πάρα πολύ σιχαμερός, αποτρόπαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + βδελυκτός «βρομερός, σιχαμερός» (< βδελύσσω)] …   Dictionary of Greek

  • τρισβδέλυρος — ον, Α πάρα πολύ βδελυρός, πολύ σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + βδελυρός «σιχαμερός»] …   Dictionary of Greek

  • υπομύσαρος — ον, Α ο κάπως σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μυσαρός «βδελυρός, σιχαμερός»] …   Dictionary of Greek

  • αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα …   Dictionary of Greek

  • αηδιαστικός — ή, ό [αηδιάζω] αποκρουστικός, σιχαμερός, αυτός που προκαλεί αηδία …   Dictionary of Greek

  • αναγουλιαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί τάση για εμετό, αηδιαστικός, σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγουλιαστός < αναγουλιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αποπομπαίος — ἀποπομπαῑος, α, ον (Α) [αποπομπή] 1. ο αποδιοπομπαίος* 2. αυτός που απομακρύνει το κακό 3. σιχαμερός, βδελυρός …   Dictionary of Greek

  • βδελυκτός — βδελυκτός, ή, όν (AM) [βδελύσσομαι] εκείνος που προκαλεί αηδία, ο σιχαμερός μσν. ανόσιος, ανίερος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»