-
1 отвратительный
-
2 презренный
презрен||ныйприл σιχαμερός, ἄθλιος, τιποτένιος:\презренныйный трус σιχαμερός δειλός· ◊\презренныйный металл τό καταραμένο μέταλλο. -
3 брезгливый
επ., βρ: -лив, -а, -оσιχαμερός, αηδιαστικός•брезгливый человек σιχαμερός άνθρωπος•
брезгливый взгляд σιχαμερή ματιά.
-
4 мерзкий
мерзкийприл ἀπαίσιος, σιχαμερός, βδελυρός. -
5 опротиветь
опротиветьсов γίνομαι μισητός, γίνομαι ἀηδής, γίνομαι σιχαμερός (вызывать отвращение)/ γίνομαι ἀνιαρός, γίνομαι φορτικός (наскучить). -
6 отвратительный
отвратительн||ыйприл ἀηδής, ἀπαίσιος, ἀπεχθής, σιχαμερός:\отвратительныйая погода ὁ ἀπαίσιος καιρός. -
7 suck
1. verb1) (to draw liquid etc into the mouth: As soon as they are born, young animals learn to suck (milk from their mothers); She sucked up the lemonade through a straw.) ρουφώ/βυζαίνω2) (to hold something between the lips or inside the mouth, as though drawing liquid from it: I told him to take the sweet out of his mouth, but he just went on sucking; He sucked the end of his pencil.) πιπιλίζω3) (to pull or draw in a particular direction with a sucking or similar action: The vacuum cleaner sucked up all the dirt from the carpet; A plant sucks up moisture from the soil.) αναρροφώ,απορροφώ4) ((American) (slang) to be awful, boring, disgusting etc: Her singing sucks; This job sucks.) βρωμάω,είμαι άθλιος/σιχαμερός2. noun(an act of sucking: I gave him a suck of my lollipop.) πιπίλισμα- sucker- suck up to -
8 мерзкий
επ.1. απεχθής, αηδιαστικός, σιχαμερός, απαίσιος.2. άθλιος, ελεεινός, αισχρός, αχρείος. -
9 мерзостный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноσιχαμερός, αηδιαστικός. || μυσαρός, αποτροπιαστικός. -
10 неприглядный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноαηδιαστικός, αποκρουστικός• σιχαμερός. -
11 нечисть
-и θ. αθρσ. (απλ.)1. πνεύματα ακάθαρτα (κακά, πονηρά), φαντάσματα, ξωτικά.2. μτφ. (για ζώα, ζωίδια, έντομα) αντιπαθητικός, αηδιαστικός, σιχαμερός.3. μτφ. (γι•α. ανθρώπους) βδελυρός, μυσαρός, επάρατος. -
12 одиозный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноαπεχθής, αντιπαθητικός, αποκρουστικός, σιχαμερός. -
13 омерзеть
-его, -ешьρ.σ. γίνομαι αηδιαστικός, σιχαμερός. -
14 омерзительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαηδιαστικός, σιχαμερός• αποτροπιαστικός•запах σιχαμερή μυρουδιά•
-ая погода βρω-μόκαιρος.
-
15 отвратительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о1. αποκρουστικός• δυσάρεστος•отвратительный запах δυσάρεστη οσμή.
2. αηδιαστικός, σιχαμερός• ελεεινός, άθλιος, αχρείος•-ая погода -άθλιος καιρός, παλιόκαιρος, βρωμόκαιρος•
-ое поведение αισχρή διαγωγή.
-
16 очертеть
ρ.σ. (απλ.) γίνομαι ενοχλητικός, βαρετός, απεχθής, σιχαμερός. -
17 поганый
επ., βρ: -ган, -а, -о.1. μη φαγώσιμος, δηλητηριώδης•поганый гриб μη φαγώσιμο μανιτάρι.
2. άχρηστος, ακατάλληλος, για πέταγμα, για τα σκουπίδια.3. αισχρός, σιχαμερός, βρωμερός, απαίσιος. || παλιός, φθαρμένος•-ое ружь παλιοντούφεκο•
-ое пальто παλιοπανωφόρι.
4. αντιχριστιανικός•-ая вера παλιοθρησκεία (μη χριαστιανική).
-
18 тошнотворный
επ.1. εμετικός•тошнотворный запах εμετική μυρουδιά.
2. μτφ. αηδιαστικός, σιχαμερός, απέχθειος, απαίσιος•-ое зрелище απαίσιο Θεα\ια.
См. также в других словарях:
σιχαμερός — ή, ό, Ν αυτός που προκαλεί αηδία και έντονη αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός. επίρρ... σιχαμερά Ν με σιχαμερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός, ζουμ ερός)] … Dictionary of Greek
σιχαμερός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί σιχασιά: Βρέθηκε μπροστά σε ένα σιχαμερό θέαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιχαδερός — ή, ό, Ν σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιχαμερός, πιθ. διαλεκτικός] … Dictionary of Greek
τρισβδέλυκτος — ον, Α πάρα πολύ σιχαμερός, αποτρόπαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + βδελυκτός «βρομερός, σιχαμερός» (< βδελύσσω)] … Dictionary of Greek
τρισβδέλυρος — ον, Α πάρα πολύ βδελυρός, πολύ σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + βδελυρός «σιχαμερός»] … Dictionary of Greek
υπομύσαρος — ον, Α ο κάπως σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μυσαρός «βδελυρός, σιχαμερός»] … Dictionary of Greek
αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα … Dictionary of Greek
αηδιαστικός — ή, ό [αηδιάζω] αποκρουστικός, σιχαμερός, αυτός που προκαλεί αηδία … Dictionary of Greek
αναγουλιαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί τάση για εμετό, αηδιαστικός, σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγουλιαστός < αναγουλιάζω] … Dictionary of Greek
αποπομπαίος — ἀποπομπαῑος, α, ον (Α) [αποπομπή] 1. ο αποδιοπομπαίος* 2. αυτός που απομακρύνει το κακό 3. σιχαμερός, βδελυρός … Dictionary of Greek
βδελυκτός — βδελυκτός, ή, όν (AM) [βδελύσσομαι] εκείνος που προκαλεί αηδία, ο σιχαμερός μσν. ανόσιος, ανίερος … Dictionary of Greek