-
1 σιτοποιός
σῑτοποιός, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem nom sg -
2 σιτοποιός
-οῦ ὁ N 2 1-0-0-0-0=1 Gn 40,17miller, bakerCf. BATTAGLIA 1989, 201-203 -
3 σιτοποιός
II Subst., one that ground the corn in the hand-mill, miller.σ. ἐκ τῶν μυλώνων Th.6.22
;Λαμέδοντι σιτοποιῷ PCair.Zen.4.41
(iii B.C.);ἐπίστειλον.. πόθεν δεῖ λαβόντα σῖτον καὶ πόσον δοῦναι Ἀμμωνίῳ τῷ σ. ὅπως ἑτοιμασθῇ σεμίδαλις PMich.Zen.28.32
(iii B.C.); ἔργον σιτοποιοῦ bake-meats, LXX Ge. 40.17; mostly fem., baking-woman, Hdt.3.150, Thphr.Char.4.7; γυναῖκες ς. Hdt.7.187, Th.2.78; opp. ὀψοποιός (a cook), Pl.Grg. 517e, X.Cyr.8.5.3; opp. μάγειρος, Plu.Alex.23 (pl.), cf. Ostr.Bodl. i 304 (pl., ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτοποιός
-
4 σιτοποιοίς
σῑτοποιοῖς, σιτοποιέωprepare corn for food: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)σῑτοποιοῖς, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem dat pl -
5 σιτοποιοῖς
σῑτοποιοῖς, σιτοποιέωprepare corn for food: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)σῑτοποιοῖς, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem dat pl -
6 σιτοποιού
σῑτοποιοῦ, σιτοποιέωprepare corn for food: pres imperat mp 2nd sg (attic)σῑτοποιοῦ, σιτοποιέωprepare corn for food: imperf ind mp 2nd sg (attic)σῑτοποιοῦ, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem gen sg -
7 σιτοποιοῦ
σῑτοποιοῦ, σιτοποιέωprepare corn for food: pres imperat mp 2nd sg (attic)σῑτοποιοῦ, σιτοποιέωprepare corn for food: imperf ind mp 2nd sg (attic)σῑτοποιοῦ, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem gen sg -
8 σιτοποιοί
σῑτοποιοί, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem nom /voc pl -
9 σιτοποιούς
σῑτοποιούς, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem acc pl -
10 σιτοποιώ
-
11 σιτοποιῷ
-
12 σιτοποιών
σῑτοποιῶν, σιτοποιέωprepare corn for food: pres part act masc nom sg (attic epic doric)σῑτοποιῶν, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem gen pl -
13 σιτοποιῶν
σῑτοποιῶν, σιτοποιέωprepare corn for food: pres part act masc nom sg (attic epic doric)σῑτοποιῶν, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem gen pl -
14 σιτοποιόν
σῑτοποιόν, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem acc sg -
15 δαιτροπόνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιτροπόνος
-
16 μάγειρος
μᾰγειρ-ος, ὁ, [dialect] Dor. [full] μάγῑρος IG42(1).144 (Epid., v B.C.), SIG241.16 (Delph., iv B.C.), IG9(1).976.7 (Corc., iv/iii B. C.); but [dialect] Att. [full] μάγειρος ib.22.10B2 (v/iv B.C.), and so in Pap. of iii B.C., PCair.Zen.6.48, al., PRev.Laws50.14, both forms freq. in later Inscrr., Pap., and codd.; [dialect] Aeol. διὰ τοῦ ῑ μάγοιρος (s. v. l.) Philox. ap. Et.Gud. in Greg.Cor.p.606 S.:—A slaughterer, butcher (meat-salesman), and cook (these functions being freq. combined in one person), Pl.Euthd. 301d, Lg. 849d, Babr.51.8, al., Ath.14.659csq., Plu.2.175d, D.Chr.4.44, Max.Tyr.25.2: hence, Ἅιδου μ., of Polyphemus, E.Cyc. 397; public cook, παρὰ τῶν μαγείρων, opp. π. τῶν ἰδιωτῶν, Ph.Bel.86.38, cf. Alex.257, Men.272, Sam. 68; butcher, meat-salesman, Alex.98.23, Machoap.Ath.6.243f, Aesop. 301; λόγος μαγείρου butcher's bill, POxy. 108v (ii/iii A.D.), cf. PRyl. 228 intr. (i A. D.); μ. ὁ κατ' οἶκον, οἱ ἐν ἀγορᾷ μ., Artem.3.56, cf. Arr.Epict.3.19.5, 3.26.21, PFlor. 166 (iii A. D.); (iii B. C.); officiating at sacrifices, Athenio 1.40;μ. τὸ γ IG5(1).97.26
(i A.D.); acting as waiter, Matro Conv.11,46, al.; not in Hom., but mentioned in Batr.40, Hdt.4.71,6.60, S.Fr. [1122], Ar.Ra. 517, al., freq. in Com.; opp. ὀψοποιός, Dionys.Com. 2.9; but = ὀψοποιός, Alex.149.14;ὅσον μαγείρου διαφέρει μάγειρος οὐκ οἶσθ' Nicom.Com.1.6
; μάγειρος cook for fish and meat, opp. οἰνοχόος and σιτοποιός (baker), Ph.1.390 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάγειρος
-
17 πέπτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέπτρια
-
18 σιτοπόνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτοπόνος
-
19 σιτουργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτουργός
-
20 ἀρχισιτοποιός
ἀρχι-σῑτοποιός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχισιτοποιός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σιτοποιός — όν, Α 1. αυτός που φτειάχνει αλεύρι, ψωμί ή άλλες τροφές 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σιτοποιός ο μυλωνάς 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σιτοποιός η γυναίκα που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ποιός*] … Dictionary of Greek
σιτοποιός — σῑτοποιός , σιτοποιός of grinding and baking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτοποίητρα — και σιτοπόητρα, τὰ, Α τα ψηστικά, η αμοιβή τού αρτοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτοποιός «αρτοποιός» + επίθημα τρον, που απαντά συνήθως σε λ. οι οποίες δηλώνουν αμοιβή (πρβλ. στον πληθ. δίδακ τρα, λύτρα)] … Dictionary of Greek
σιτοποιΐα — ἡ, ΜΑ [σιτοποιός] η παρασκευή ψωμιού, η αρτοποιία … Dictionary of Greek
σιτοποιΐκός — ή, όν, Α [σιτοποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιτοποιία, στην αρτοποιία … Dictionary of Greek
σιτοποιείον — και σιτοποεῑον και σιτοπόειον, τὸ, Α [σιτοποιός] ο χώρος ή το εργαστήριο όπου άλεθαν το σιτάρι … Dictionary of Greek
σιτοποιώ — έω, Α [σιτοποιός] 1. φτειάχνω ψωμί, ζυμώνω και ψήνω ψωμί 2. παρέχω τρόφιμα σε κάποιον … Dictionary of Greek
σιτοπόνος — ὁ, ἡ, Α σιτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πονος (< πόνος «κόπος, εργασία»), πρβλ. γεω πόνος] … Dictionary of Greek
σιτουργός — όν, Α σιτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μαχαιρ ουργός] … Dictionary of Greek