-
1 σιτοπόνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτοπόνος
-
2 σιτοπόνου
σιτόπονοςmasc gen sg -
3 σιτοπόνων
σιτόπονοςmasc gen pl -
4 δαιτροπόνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιτροπόνος
См. также в других словарях:
σιτοπόνος — ὁ, ἡ, Α σιτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πονος (< πόνος «κόπος, εργασία»), πρβλ. γεω πόνος] … Dictionary of Greek
σιτοπόνου — σιτόπονος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτοπόνων — σιτόπονος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτοπονία — ἡ, Α [σιτοπόνος] η σιτοποιΐα* … Dictionary of Greek
σιτοπονώ — έω, Α [σιτοπόνος] σιτοποιῶ* … Dictionary of Greek