Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἰνοχόος

См. также в других словарях:

  • οἰνοχόος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνόχοος — cupbearer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινοχόος — ο (Α οἰνοχόος) (στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν...… …   Dictionary of Greek

  • οινοχόος — ο υπηρέτης που βάζει κρασί στα ποτήρια, αλλ. κεραστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰνοχόοιο — οἰνόχοος cupbearer masc gen sg (epic) οἰνοχόος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοχόοις — οἰνόχοος cupbearer masc dat pl οἰνοχόος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοχόου — οἰνόχοος cupbearer masc gen sg οἰνοχόος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοχόους — οἰνόχοος cupbearer masc acc pl οἰνοχόος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοχόων — οἰνόχοος cupbearer masc gen pl οἰνοχόος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοχόῳ — οἰνόχοος cupbearer masc dat sg οἰνοχόος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοχόε — οἰνοχόος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»