-
1 σῖγα
Grammatical information: Adv.Meaning: `silently, in silence', also interj. `be quiet!, hush!' (trag.).Derivatives: Besides σιγάω (Hom. only ipv. σίγα; ind. since h. Merc.), fut. σιγήσομαι (S., E., Ar. a. o.), - ήσω (AP, D. Chr. a. o.), perf. σεσίγηκα (Aeschin.), pass. σιγ-άομαι (S.), aor. - θῆναι (Hdt., E.), -ᾱθῆναι (Theoc.), fut. - ηθήσομαι (E.), perf. σεσίγ-ημαι, Dor. -ᾱμαι (Pi., E.), sometimes with κατα- a. o., 'to be quiet, to keep secret', pass. `to be kept secret'. Subst. σιγή, Dor. -ά (Pi.) f. `silence, secrecy' (Il.; Hom. only σιγῃ̃; cf. below); late innovation σῖγος n. `id.' (An. Ox.; cf. Schwyzer 512). -- Derivations. 1. From σιγή: σιγ-αλέος `silent' (AP, Orph.), - άζω (Pi., X., D.C. a.o.; κατα- σῖγα Arist. a.o.) `to make silent'; κατασιγαίνει H to πραΰνει. 2. From σιγάω: σιγ-ηλός, Dor. (Pi.) -ᾱλός `silent' (Hp., S., Arist. etc.; may also come from σιγή, Thieme Studien 50 A. 3), - ηρός `id.' (Men., LXX a. o.), - ητής m. `silent person' (Latium IIp), - ητικός `silent' (Hp.), -ημονᾳ̃ς σιγᾳ̃ς H. -- On the unclear σιγ-άρνης m. (Call. Epigr. 45, 6) s. Schwyzer RhM 75, 447 a. 77, 105.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As basis of this wordgroup is prob. to be considered the first interjectival adv. σῖγα; from there the ipv. σίγα and the instrumental dat. σιγῃ̃ (cf. Porzig Satzinhalte 74) of a gradually built verbal and nominal inflection (Schwyzer 722 n. 3 a. 726, Schw.-Debr. 257 n. 1, Chantraine Gramm. hom. 1, 357; diff. Georgacas Glotta 36, 181 f.). -- For σῖγα onomatop. origin is prob., s. Schwyzer 307 w. lit. On the other hand ῥίγα (i.e. Ϝίγα) σιώπα H. points to orig. *σϜιγ-, which fits best to the WestGerm. verb for `schweigen (be silent)' in OHG swīgēn (only the velar is genetically deviant); on the anlaut cf. the doublet ὗς: σῦς. Further forms w. lit. and hypothetic connections in Bq, WP. 2, 534, Pok. 1052. -- Cf. σιωπάω, -ή. On the IE expressions for `be silent' Porzig Gliederung 107.Page in Frisk: 2,700-701Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σῖγα
-
2 σίγα
-
3 σῖγα
-
4 σιγά
σῑγᾶ, σιγάωkeep silence: pres subj act 1st sg (doric aeolic)σῑγᾶ, σιγάωkeep silence: pres ind act 1st sg (doric aeolic)σῑγᾶ, σιγάζωbid: fut ind act 1st sg (doric aeolic)——————σῑγᾷ, σιγάωkeep silence: pres subj mp 2nd sgσῑγᾷ, σιγάωkeep silence: pres ind mp 2nd sg (epic)σῑγᾷ, σιγάωkeep silence: pres subj act 3rd sgσῑγᾷ, σιγάωkeep silence: pres ind act 3rd sg (epic)σῑγᾷ, σιγάζωbid: fut ind mid 2nd sg (epic)σῑγᾷ, σιγάζωbid: fut ind act 3rd sg (epic)σῑγᾷ, σιγήsilence: fem dat sg (doric aeolic) -
5 σίγα
-
6 σῖγα
A silently, used in Trag. (and late [dialect] Ep., A.R.1.267),σῖγ' ἔχοντες S.Ph. 258
;σῖγ' ἔχουσα πρόσμενε Id.El. 1236
; ἀλλὰ σ. πρόσμενε ib. 1399; ἄκουε ς. Id.Fr. 815; κάθησο ς. Ar.Ach.59: also as an exclam., hush! be still!A.
Ag. 1344; so οὐ ς.; Id.Th. 250; οὐ σῖγ' ἀνέξει; S.Aj.75; the public crier proclaiming silence said σ. πᾶς (sc. ἔστω), Ar.Ach. 238, cf. E.Hec. 532;σ. κηρῦξαι στρατῷ Id.Ph. 1224
. -
7 σιγᾷ
-
8 σιγά
ςῑγά (-ᾶς, -ᾷ.)1 silenceἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.7
ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.51
ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1.. οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180. 2. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240. -
9 σιγᾶ
Βλ. λ. σιγά -
10 σιγᾷ
Βλ. λ. σιγά -
11 σιγά
σῑγά, σιγάςfem voc sgσῑγά̱, σιγήsilence: fem nom /voc /acc dual (doric)σῑγά̱, σιγήsilence: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 σίγα
σί̱γᾱ, σῖγοςneut nom /voc /acc pl (doric aeolic)σί̱γᾱ, σιγάωkeep silence: pres imperat act 2nd sgσί̱γᾱ, σιγάωkeep silence: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
13 σιγά
slowlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σιγά
-
14 σιγά-
1) gradually2) slowlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σιγά-
-
15 σιγή
A silence, σ. ἔχειν keep silence, Hdt.1.86; σ. ποιήσασθαι make silence, Id.6.130; , etc.;σ. φυλάσσετε E.IA 542
;σ. τῶνδε θήσομαι πέρι Id.Med.66
;γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σ. φέρει S.Aj. 293
;κόσμος ἡ σ. τε καὶ τὰ παῦρ' ἔπη Id.Fr.64
;ὦ παῖ, σιώπα· πόλλ' ἔχει σ. καλά Id.Fr.81
; πολλῶν φάρμακον κακῶν ς. Carc. 7.2; δυσμενὴς τῇ ς. Hdt.7.237; ἡ ἄγαν ς. S.Ant. 1251, cf. 1256: pl.,σιγαὶ ἀνέμων E.IA10
(anap.);σιγαὶ.. τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Pl.R. 425b
.b in a mystical or religious sense, Aristeas 95, Apoc.8.1;σ. σύμβολον θεοῦ ζῶντος PMag.Par.1.559
.II σιγῇ, as Adv., in silence, the only case used by Hom.,πάντες ἥατο σιγῇ Il. 19.255
, cf. 3.8, al.; also διὰ σιγῆς, μετὰ ς., Pl.Grg. 450c, Sph. 264a; : like σῖγα, as an exclam., be silent now!Od.
15.440.2 in an undertone, in a whisper, secretly (cf.σῖγα 2
),σ. λόγον ἐποιέετο Hdt.8.74
;τὰ σ. βουλευόμενα X.Mem.1.1.19
; σιγῇ ἔχειν τι keep it secret, Hdt.9.93; σιγᾷ καλύψαι, σιγῇ στέγειν, κεύθειν, Pi.N.9.7, S.OT 341, Tr. 989 (anap.).3 c. gen., σιγῇ τινος unknown to him, Hdt.2.140, E.Med. 587. -
16 σιγ'
-
17 σῖγ'
-
18 μή
μή neg.1 in principal cl.a c. pres. or aor. impv.μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ O. 7.92
μὴ βαλέτω O. 8.55
μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40
μὴ παρίει καλά P. 1.86
μὴ κάμνε λίαν δαπάναις P. 1.90
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
τῶ σε μὴ λαθέτω P. 5.23
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94
μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14
μὴ φθόνει κόμπον I. 5.24
ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39
μὴ νῦν νεκτα[ρ Παρθ. 2.. μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 3. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει fr. 215. 4. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω fr. 240. add. μήτε, in emphasis,μή νυν μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους I. 2.43
cf. P. 4.99b c. pres. or aor. opt., in wishes.μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97
ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.29
μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90
μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35
μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος I. 1.3
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
c c. aor. subj., in prohibitions.μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24
μὴ δολωθῇς P. 1.92
ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν fr. 205. 2.d c. inf. pro impv. μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1.2 in subord. cl.,a c. inf.ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς, μή τινα λειπόμενον μένειν P. 4.185
πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103
αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον τεκεῖν μή τιν' πόλιν φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
ἐκέλευσεν ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.66
εὔχομαι μὴ θέμεν O. 8.86
παραγορεῖτο μή ποτε ταξιοῦσθαι O. 9.77
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26
ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώ-των ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4
ἔστι δὲ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.7
ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40
χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44
ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν fr. 42. 1.ὤμοσε γὰρ θεὸς μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.115
[ἐγγυάσομαι μή μιν μηδ ἀφίξεσθαι (codd.: μὴ μὲν Hartung: ὔμμιν de Jongh e Σ.) O. 11.17] with litotes,ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές O. 8.24
ἔστι δ' ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν Ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.12
add. art.,ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60
cf. N. 5.14b in protasis of conditional sentence.εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108
εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε O. 12.16
εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91
c in final cl.,Iὡς... κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37
IIὅπως... ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω μόλοι N. 3.62
IIIὄφρα... ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν P. 5.62
IV where the conjunction is omitted c. opt.ἔνεικεν Λοκρῷ, μὴ καθέλοι μιν αἰὼν O. 9.60
ὁμοῖα, Κρόνιδαι μάκαρες, διδοῖτ' μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.120
c. subj. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (W. Schulze: -στήσης, -στήσῃ codd., Σ.) P. 4.155εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32
d in rel. cl.I c. ind.ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ P. 9.87
ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται, ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται fr. 123. 4.II c. subj. ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίαςἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18
ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφάλῃ πάμπαν οἶκος Παρθ. 1. 16.3 c. part., adj.a “ ἐχθίστοισι μὴ ψεύδεσιν καταμιάναις εἰπὲ γένναν” P. 4.99, cf. N. 8.4, 2a supra.b where the phrase is equivalent to a general rel. cl., cf. 2d supra. τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 adΔ. 2. ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31
c αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον ( and which was perhaps unjustly undertaken: “μή... ut ad... subiectivum quod dicunt iudicium suum rem revocaret”, Boeckh) N. 5.144 fragg. ]μή μο[ι Πα. 7B. 7. ] μὴ φ[ P. Oxy. 1792, fr. 8. -
19 σιγάω
a abs., be silentκαὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18
b c. acc., keep silent aboutἄνευ δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.103
Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους I. 2.44
τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον (Barnes: δ' ἐπιταθὲν codd.) fr. 121. 4. -
20 οὐ μή
οὐ μή, in independent sentences, is used either in Denial or in Prohibition:I in Denial,1 with subj.,a chiefly of [tense] aor.,οὔ τι μὴ ληφθῶ δόλῳ A.Th.38
, cf. 199, 282, Ch. 895;οὔ τοί σ' Ἀχαιῶν.. μή τις ὑβρίσῃ S.Aj. 560
, cf. El.42, 1029, Ph. 103, 381, OT 329, 771, OC 450, 1023 (v. infr.);οὔ τι μὴ φύγητε λαιψηρῷ ποδί E.Hec. 1039
, cf. HF 718;οὐ γὰρ μὴ ἀπώσηται Hdt.1.199
, cf. 7.53;οὐ μήποτε.. ἐσβάλωσιν Th.4.95
, cf. 5.69;οὐ μή ποθ' ἁλῶ Ar.Ach. 662
, cf. V. 394;οὐ μή ποτε δέξηται Pl.Phd. 105d
, cf. Phdr. 260e, R. 609b;οὐ μὴ κρατηθῶ X.Cyr. 5.1.17
, cf. 3.2.8 (v.l. δέξονται), An.4.8.13; so .b rarely of [tense] pres., mostly with Verbs expressing possibility or ability, οὐ μὴ δύνηται (v.l. δυνήσεται) X.Cyr. 8.1.5, cf. An.2.2.12, Hier.11.15;οὐ μὴ οἷός τ' ᾖς Pl.R. 341b
;οὐ γὰρ μὴ δυνατὸς ὦ Id.Phlb. 48d
: in S.OC 1023, for οὐ μή ποτε.. φυγόντες.. ἐπεύχωνται θεοῖς, two Mss. give ἐπεύξωνται, and this has been adopted by most edd.; and in Is.8.24, for οὐ μὴ εἰσίῃς Bekk. restd. οὐ μὴ εἴσει εἰς ..:—Note: οὐ μή with subj. prob. arose from the ellipsis of a Verb or phrase expressing fear or apprehension; such words are sts. expressed,οὐ γὰρ ἦν δεινὸν.. μὴ ἁλῷ κοτε Hdt.1.84
, cf. 7.235, Ar.Ec. 650, X.Mem.2.1.25, Pl.Ap. 28b, Phd. 84b, Grg. 520d, R. 465b.—Sts. there is no idea of fear, as in S.Ph. 103, E.IT18; the constr. is freely used after ὅτι, Th.5.69, X.HG4.2.3, Pl.R. 499b; after ὡς, since, Ar. Av. 461; after ὥστε, Pl.Phdr. 227d.2 with [tense] fut. ind.,οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε S.El. 1052
, cf. OC 176(lyr.);οὐ μή σ' ἐγὼ περιόψομαι Ar. Ra. 508
; οὐ μὴ δέξονται (v.l. δέξωνται) X.Cyr.3.2.8: the reading in Id.HG1.6.32 is doubtful: in orat. obliq. the opt. is used, : or inf.,εἶπεν.. οὐ μή ποτε.. εὖ πράξειν πόλιν E.Ph. 1590
.II in Prohibition, οὐ μή is used interrogatively with [tense] fut. ind. (chiefly of the 2 pers.) so as to express a strong prohibition, οὐ μὴ 'ξεγερεῖς τὸν ὕπνῳ κάτοχον; = μὴ ἐξέγειρε, S.Tr. 978 (anap.); ;E.
Supp. 1066, cf.Andr. 757, El. 982, Hipp. 213 (anap.); ;Ar.
Ach. 166, cf. Nu. 367, V. 397: when the Mss. give an [tense] aor. subj. in such phrases (asοὐ μὴ σκώψῃς μηδὲ ποιήσῃς Id.Nu. 296
) it has generally been changed by edd. into [tense] fut. ind.—The prohibition is continued by καί or byμηδέ, οὐ μὴ' ξεγερεῖς.. κἀκκινήσεις
;S.
Tr. 978 (anap.); ;E.
Hipp. 606, cf. Ar.Nu. 296, Ra. 298.—The prohibition is changed into a direct command by ἀλλά orδέ, οὐ μὴ λαλήσεις ἀλλ' ἀκολουθήσεις ἐμοί
;Id.
Nu. 505, cf. Ra. 202, 462, 524, E.Ba. 792; οὐ μὴ προσοίσεις χεῖρα βακχεύσεις δ' ἰών; ib. 343, cf. Med. 1151, El. 383.2 later οὐ μὴ ἐμπέσω let me not fall, LXX 2 Ki.24.14.III in A. Th. 250, οὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ' ἐρεῖς κατὰ πτόλιν; seems to mean keep silent and say nothing.., σῖγα being short for σιγήσει and καὶ being omitted: similarly, οὐ σῖγ' ἀνέξει, μηδὲ δειλίαν ἀρῇ; submit silently and do not play the coward, S.Aj.75, cf. Tr. 1183, OT 637, E.Hipp. 498, Hel. 437, Pl.Smp. 175a.
См. также в других словарях:
σῖγα — silently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγά — επίρρ. τροπ. 1. αθόρυβα, χαμηλόφωνα: Μιλούσε τόσο σιγά που δεν τον άκουγε κανένας. 2. με βραδύτητα: Το πλοίο πήγαινε πολύ σιγά και αργήσαμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. 3. «σιγά σιγά», λίγο λίγο: Σιγά σιγά πέτυχε αυτό που ήθελε. 4. «σιγά!»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σίγα — Α 1. (ως επίρρ.) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», Σοφ.) β) με σιγανή φωνή, ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», Σοφ.) 2. (ως επιφών.) σιωπή! [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. σι … Dictionary of Greek
σιγά — (I) Ν επίρρ. 1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά») 2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς») 3. φρ. «σιγά σιγά» α) σταδιακά β) με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά]. (II) ἡ, Α (δωρ … Dictionary of Greek
σιγᾶ — σῑγᾶ , σιγάω keep silence pres subj act 1st sg (doric aeolic) σῑγᾶ , σιγάω keep silence pres ind act 1st sg (doric aeolic) σῑγᾶ , σιγάζω bid fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγᾷ — σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres subj mp 2nd sg σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres ind mp 2nd sg (epic) σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres subj act 3rd sg σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres ind act 3rd sg (epic) σῑγᾷ , σιγάζω bid fut ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγά — σῑγά , σιγάς fem voc sg σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc/acc dual (doric) σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγα — σί̱γᾱ , σῖγος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) σί̱γᾱ , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg σί̱γᾱ , σιγάω keep silence imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῖγ' — σῖγα , σῖγα silently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek