-
1 σιγά
[сига] εκίρ. молча, без шума, тихо, медленно, осторожно,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σιγά
-
2 мало-помалу
-
3 понемногу
понемногу 1) λίγο λίγο 2) (постепенно) σιγά σιγά, αγάλια αγάλια* * *1) λίγο λίγο2) ( постепенно) σιγά σιγά, αγάλια αγάλια -
4 постепенно
-
5 тихо
-
6 тихо
тихо1. нареч (негромко) σιγά, σιγανά, χαμηλόφωνα:\тихо говорить (читать) (ό)μιλω (διαβάζω) σιγά·2. нареч (спокойно) ήσυχα:\тихо, не торопись! ήσυχα, μή βιάζεσαι!· \тихо вести себя (о детях) εἶμαι φρόνιμος, εἶμαι ήσυχος·3. нареч (медленно) ἀργά, σιγά·4. предик безл ε ἶναι ήσυχία:в комнате \тихо στό δωμάτιο εἶναι ήσυχία· кругом было \тихо · \тихо τριγύρω ήταν ἀπόλυτη ήσυχία·5. предик безл (о погоде и т. п.) εἶναι ήρεμία, εἶναι γαλήνη. -
7 медленно
-
8 торопить
-
9 торопиться
βιάζομαι, σπεύδωне торопи́тесь — μη βιάζεστε
не торопя́сь — σιγά σιγά
-
10 постепенио
постепени||онареч σιγά σιγά, βαθμηδόν, βαθμιαίως [-α], ὁλίγον κατ· ὁλίγον:делать что́-л. \постепенио κάμνω κάτι βαθμηδόν. -
11 потихоньку
потихонькунареч разг1. (медленно) σιγά σιγά, ἀργά, ήρεμα, ἀγαλια ἀγάλια·2. (тихо) ἀθόρυβα, σιωπηλά·3. (тайком) λαθραία, στά κρυφά. -
12 устраивать
устраива||тьнесов1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:\устраивать концерт ὁργανώνω συναυλία· \устраивать скандал δημιουργώ σκάνδαλο· \устраивать засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:\устраивать свои́ дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· \устраивать свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:\устраивать кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· \устраивать кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:это меня не \устраиватьет αὐτό δέν μέ βολεύει \устраиватьться1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:у него постепенно все \устраиватьется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά. -
13 мало-помалу
[μαλα-παμάλου] επίρ. σιγά-σιγά, λίγο-λίγο -
14 мало-помалу
[μαλα-παμάλου] επίρ σιγά-σιγά, λίγο-λίγο -
15 мука
-и θ.βάσανο, μαρτύριο, αγωνία, άγχος•επιθανάτια αγωνία•-и ревности το βάσανο της ζήλειας•
-и голода το μαρτύριο της πείνας•
-и ожидания η αγωνία αναμονής•
- и ада παλ. τα μαρτύρια της κόλασης•
вечные -и αιώνια βάσανα.
II-и θ. αλεύρι, άλευρο•пшеничная το σιτάλευρο•
кукурузная мука καλαμποκάλευρο, αραβοσιτάλευρο•
ржаная мука σικαλίσιο αλεύρι ή βριζάλευρο•
ячменная мука κριθάλευρο•
картофельная мука πατατάλευρο•
костяная мука οστεάλευρο.
|| σκόνη•мраморная мука μαρμαρόσκονη.
εκφρ.перемелется мука будет – σιγά-σιγά όλα θα γίνουν ή αγάλια-αγάλια γίνετ η αγουρίδα μέλι. -
16 перемолоть
-мелю, -мелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемолотый, βρ: -лот, -а, -о ρ.σ.μ.1. αλέθω• τρίβω (όλο, πολύ)•перемолоть всё кофе αλέθω όλον τον καφέ.
2. ξαναλέθω ξανατρίβω.(για όλο, πολύ)• αλέθομαι, τρίβομαι,.,εκφρ.- ется мука будет – παρμ. σιγά-σιγά θα περάσουν όλα σι,γά-σι,γά γίνεται, η αγουρίδα μέλι. -
17 полегоньку
επίρ.βαθμιαία από λίγο-λίγο, σιγά-σιγά, αβίαστα. || ελαφρά, προσεχτικά. -
18 помаленьку
επίρ.λίγο-λίγο, σιγά-σιγά, αργά, όχι βιαστικά. || λιτά, απλά, φτωχικά• σεμνά, ταπεινά: ήσυχα. -
19 постепенно
επιρ. βαθμιαία, βαθμηδόν, λίγο-λίγο, σιγά-σιγά• προοδευτικά. -
20 сползти
ρ.σ.1. έρπω προς τα κάτω. || ρέω σιγά-σιγά, κυλώ•слезинка -ла по лицу ένα δακράκι κύλισε στο πρόσωπο.
2. πέφτω, μετάκινούμαι βαθμιαία, ξεφεύγω από τη θέση μου•шапка -ла η σκούφια έγειρε•
одеяло -ло το πάπλωμα μου έφυγε.
3. περνώ, μεταπηδώ•сползти к идеализму γλιστρώ στον ιδεαλισμό.
πλησιάζω έρποντας• συγκεντρώνομαι έρποντας, κατεβαίνω βαθμιαία.
См. также в других словарях:
σῖγα — silently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγά — επίρρ. τροπ. 1. αθόρυβα, χαμηλόφωνα: Μιλούσε τόσο σιγά που δεν τον άκουγε κανένας. 2. με βραδύτητα: Το πλοίο πήγαινε πολύ σιγά και αργήσαμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. 3. «σιγά σιγά», λίγο λίγο: Σιγά σιγά πέτυχε αυτό που ήθελε. 4. «σιγά!»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σίγα — Α 1. (ως επίρρ.) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», Σοφ.) β) με σιγανή φωνή, ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», Σοφ.) 2. (ως επιφών.) σιωπή! [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. σι … Dictionary of Greek
σιγά — (I) Ν επίρρ. 1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά») 2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς») 3. φρ. «σιγά σιγά» α) σταδιακά β) με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά]. (II) ἡ, Α (δωρ … Dictionary of Greek
σιγᾶ — σῑγᾶ , σιγάω keep silence pres subj act 1st sg (doric aeolic) σῑγᾶ , σιγάω keep silence pres ind act 1st sg (doric aeolic) σῑγᾶ , σιγάζω bid fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγᾷ — σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres subj mp 2nd sg σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres ind mp 2nd sg (epic) σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres subj act 3rd sg σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres ind act 3rd sg (epic) σῑγᾷ , σιγάζω bid fut ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγά — σῑγά , σιγάς fem voc sg σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc/acc dual (doric) σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγα — σί̱γᾱ , σῖγος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) σί̱γᾱ , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg σί̱γᾱ , σιγάω keep silence imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῖγ' — σῖγα , σῖγα silently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek