Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ήσυχα

  • 1 ήσυχα

    [исиха] επίρ. спокойно

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ήσυχα

  • 2 тихо

    тихо ήσυχα, σιγά· \тихо говорить μιλώ σιγά
    * * *
    ήσυχα, σιγά

    ти́хо говори́ть — μιλώ σιγά

    Русско-греческий словарь > тихо

  • 3 смирио

    сми́рио
    нареч είρηνικά [-ῶς], ήσυχα, ἡσύχως, φρόνιμα:
    вести себя \смирио φέρνομαι ήσυχα, εἶμαι φρόνιμος· сми́рно! (команда) προσοχή!

    Русско-новогреческий словарь > смирио

  • 4 тихо

    тихо
    1. нареч (негромко) σιγά, σιγανά, χαμηλόφωνα:
    \тихо говорить (читать) (ό)μιλω (διαβάζω) σιγά·
    2. нареч (спокойно) ήσυχα:
    \тихо, не торопись! ήσυχα, μή βιάζεσαι!· \тихо вести себя (о детях) εἶμαι φρόνιμος, εἶμαι ήσυχος·
    3. нареч (медленно) ἀργά, σιγά·
    4. предик безл ε ἶναι ήσυχία:
    в комнате \тихо στό δωμάτιο εἶναι ήσυχία· кругом было \тихо · \тихо τριγύρω ήταν ἀπόλυτη ήσυχία·
    5. предик безл (о погоде и т. п.) εἶναι ήρεμία, εἶναι γαλήνη.

    Русско-новогреческий словарь > тихо

  • 5 покойно

    1. επίρ. ήσυχα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. α) είναι ήσυχα, β) είναι κανονικά, βολικά, αναπαυτικά.

    Большой русско-греческий словарь > покойно

  • 6 спокойно

    1. επίρ. ήσυχα, ήρεμα, γαλήνια.
    2. κατηγ. είναι ήσυχα γαλήνια, ήρεμα.

    Большой русско-греческий словарь > спокойно

  • 7 заводь

    ο κολπίσκος, η υδάτινη λεκάνη (ποταμού ή λίμνης) με ήσυχα νερά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заводь

  • 8 спокойно

    спокойн||о
    нареч ήσυχα, ήρεμα.

    Русско-новогреческий словарь > спокойно

  • 9 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 10 спокойно

    [σπακόϊνα] εκίρ. ήσυχα

    Русско-греческий новый словарь > спокойно

  • 11 спокойно

    [σπακόϊνα] επίρ ήσυχα

    Русско-эллинский словарь > спокойно

  • 12 покой

    α.
    1. ησυχία, ηρεμία, γαλήνη• κάλμα•

    вся природа в -е όλη η φύση ησυχάζει•

    душевный покой ψυχική ηρεμία•

    жить в -е ζω ήσυχα•

    жить на -е ζω στην ησυχία μου (χωρίς φροντίδες)•

    нарушать покой διαταράσσω την ησυχία•

    оставьте меня в -е αφήστε με ήσυχο•

    от мух -я нет δε βρίσκω ησυχία από τις μύγες•

    больному необходим полный покой ο άρρωστος έχει ανάγκη από απόλυτη ησυχία.

    2. παλ. θάλαμος, δωμάτιο.
    εκφρ.
    вечный покой – αιώνια ησυχία (για θάνατο)•
    жить (быть) на -еπαλ. δεν υπηρετώ,παρατήθηκα από την υπηρεσία•
    удалиться (уйти) на покой – αποσύρομαι αποτην εργασία ή την υπηρεσία (λόγω. γήρατος).
    α.
    1. παλαιά ονομασία του γράμμτος «П».
    2. ως επίρ. -ем παλ. σχήματος (για οικοδομή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > покой

  • 13 помаленьку

    επίρ.
    λίγο-λίγο, σιγά-σιγά, αργά, όχι βιαστικά. || λιτά, απλά, φτωχικά• σεμνά, ταπεινά: ήσυχα.

    Большой русско-греческий словарь > помаленьку

  • 14 потихоньку

    επίρ.
    1. σιγά, ήσυχα, αθόρυβα.
    2. κρυφά, απαρατήρητα, κλέφτικα.
    3. αργά, βραδέως. || βαθμιαία, λίγο-λίγο, από λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > потихоньку

  • 15 смирно

    1. επίρ. ήσυχα, ειρηνικά κλπ. επ.
    2. (κλήση) πάψε, -τε, αταφατα, -άτε.
    3. (στρατ. παράγγελμα) προσοχή! || σε στάση προσοχής.

    Большой русско-греческий словарь > смирно

  • 16 спокойный

    επ. βρ: -коен, -койна, -койно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ήσυχος, ήρεμος, γαλήνιος• ατάραχος•

    -ое море γαληνεμένη θάλασσα•

    -ые движения ήρεμες κινήσεις•

    спокойный тон ήρεμος τόνος•

    -ая жизнь ήσυχη ζωή•

    спокойный сон ήσυχος ύπνος•

    -ая старость ήσυχα γηρατιά•

    спокойный характер ήσυχος χαρακτήρας.

    2. φρόνιμος•

    спокойный ребнок ήσυχο παιδάκι.

    || ήμερος, πράος•

    -ая лошадь ήμερο άλογο.

    3. ελεύθερος, ευρύχωρος• βολικός, άνετος•

    -ая обувь ευρύχωρα παπούτσια•

    -ое кресло άνετη πολυθρόνα.

    εκφρ.
    - ая совесть – ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.

    Большой русско-греческий словарь > спокойный

  • 17 тихо

    1. επίρ. σιγανά, ήσυχα, ήρεμα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. είναι, γίνεται ησυχία, ηρεμία• γαλήνη•

    стало, выступающий продолжал.... έγινε ησυχία, ο ομιλητής συνέχισε....• на душе тихо ψυχικά (εσωτερικά) έχω γαλήνη•

    ветер перестал, стало тихо ο άνεμος σταμάτησε, έγινε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > тихо

  • 18 тиховодье

    ουδ.
    ήσυχα νερά (μη ορμητικά),

    Большой русско-греческий словарь > тиховодье

  • 19 тихоструйный

    επ. παλ. που ρέει (κυλά) ήσυχα.

    Большой русско-греческий словарь > тихоструйный

  • 20 тишком

    επίρ.
    (απλ.) ήσυχα, σιγανά, αθόρυβα.
    βλ. втихомолку.

    Большой русско-греческий словарь > тишком

См. также в других словарях:

  • ἥσυχα — indeclform (adverb) ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήσυχα — επίρρ. βλ. ήσυχος …   Dictionary of Greek

  • ἡσυχᾶ — ἡσυχάω pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἡσυχάω pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἡσυχάζω keep quiet fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχᾷ — ἡσυχάω pres subj mp 2nd sg ἡσυχάω pres ind mp 2nd sg (epic) ἡσυχάω pres subj act 3rd sg ἡσυχάω pres ind act 3rd sg (epic) ἡσυχάζω keep quiet fut ind mid 2nd sg (epic) ἡσυχάζω keep quiet fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχᾶι — ἡσυχᾷ , ἡσυχάω pres subj mp 2nd sg ἡσυχᾷ , ἡσυχάω pres ind mp 2nd sg (epic) ἡσυχᾷ , ἡσυχάω pres subj act 3rd sg ἡσυχᾷ , ἡσυχάω pres ind act 3rd sg (epic) ἡσυχᾷ , ἡσυχάζω keep quiet fut ind mid 2nd sg (epic) ἡσυχᾷ , ἡσυχάζω keep quiet fut ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχάσας — ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάω pres part act fem acc pl (doric) ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάω pres part act fem gen sg (doric) ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάζω keep quiet fut part act fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχάσει — ἡσυχά̱σει , ἡσυχάω aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) ἡσυχά̱σει , ἡσυχάω fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἡσυχά̱σει , ἡσυχάω fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἡσυχά̱σει , ἡσυχάω futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἡσυχά̱σει , ἡσυχάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχάσουσι — ἡσυχά̱σουσι , ἡσυχάω aor subj act 3rd pl (epic doric aeolic) ἡσυχά̱σουσι , ἡσυχάω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχά̱σουσι , ἡσυχάω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχά̱σουσι , ἡσυχάω futperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχάσουσιν — ἡσυχά̱σουσιν , ἡσυχάω aor subj act 3rd pl (epic doric aeolic) ἡσυχά̱σουσιν , ἡσυχάω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχά̱σουσιν , ἡσυχάω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχά̱σουσιν , ἡσυχάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχάσῃ — ἡσυχά̱σῃ , ἡσυχάω aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ἡσυχά̱σῃ , ἡσυχάω aor subj act 3rd sg (doric aeolic) ἡσυχά̱σῃ , ἡσυχάω fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἡσυχά̱σῃ , ἡσυχάω futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἡσυχά̱σῃ , ἡσυχάω futperf ind mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχάσω — ἡσυχά̱σω , ἡσυχάω aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἡσυχά̱σω , ἡσυχάω aor subj act 1st sg (doric aeolic) ἡσυχά̱σω , ἡσυχάω fut ind act 1st sg (doric aeolic) ἡσυχά̱σω , ἡσυχάω futperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἡσυχάζω keep quiet aor ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»