-
1 σητάνειος
σητάνειος, = Folgdm.
-
2 σητανειος
-
3 σητάνειος
σητάνειοςof this year: masc /fem nom sg -
4 σητάνειος
σητάνειος [ᾰ], ον, Plu.2.466d, Favorin. et Orus ap.EM711.49,50; [full] σητάνιος, α, ον, Hp.(v. infr.), Dsc. (v. infr.), etc.; [dialect] Att. [full] τητάνιοςA v.l.for σητ-in Poll.6.73; [dialect] Dor. [full] σᾱτάνιος Sch.Ar.Nu. 624:— of this year, σ. πυροί this year's, i.e. spring-wheat, Hp.Acut.(Sp.) 53, Dsc.2.85 (v.l. σιτ-), cf. 101 (v.l. σιτ-)ἐν πυρῶν κρίμνοις.. σητανίοις Hp.Mul.1.50
(v.l. σιτ-), Nat.Mul.57; πυροὶ σιτάνιοι (v.l. σητ-) καὶ ἀλευρῖται, opp. σεμιδαλῖται, Ath.Med. ap. Orib.1.2.2;σ. κρόμυα Thphr.HP7.4.7
;μῆλα Diph.Siph.
ap.Ath.3.81a;σ. ἄλεμρον Hp.Acut.
(Sp.) 63, Dsc.2.85 (pl.);σ. ἄλητον Hp.Acut.
(Sp.) 70, Art.36;ἄρτος Plu.2.466d
(v.l. σιτ-), Anon. in EN 449.10:—cf. σητινός. (Derived by Gal.18(1).469, Sch.Ar.l.c. from σῆτες = τῆτες, by Suid., Eust.1792.4, Zonar. from σήθω, as if 'sifted, bolted'; the exact meaning and spelling of σητάν (ε) ιος are uncertain; Plin. has sitanius HN22.139, setania ib.19.101; σ. ἄρτος is opp. αὐτόπυρος ἄρτος in Plu. l.c., Anon. in EN l.c.; σατάνειος (q.v.) is prob. not cogn.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σητάνειος
-
5 σητάνειος
σητάνιος, u. σητάνειος, durchgesiebt, gesichtet; dah. σ. ἄλευρα, das feinste Mehl; ἄρτος, Brot vom feinsten durchgesiebten Mehl; σητάνιος πυρός, eine Weizenart; ἄλευρα σητάνεια = Mehl von Sommerweizen -
6 σητάνειον
σητάνειοςof this year: masc /fem acc sgσητάνειοςof this year: neut nom /voc /acc sg -
7 σητανείους
σητάνειοςof this year: masc /fem acc pl -
8 σητάνειοι
σητάνειοςof this year: masc /fem nom /voc pl -
9 τητάνειος
-
10 αὐτόπυρος
αὐτό-πῡρος, ὁ,A of whole wheaten meal,ἄρτος Alex.121
, Gal.15.577, PPetr.3p.179; opp. σητάνειος, Plu.2.466d:—also [suff] αὐτο-πῡρίτης [ῑ], ου, ὁ, Phryn.Com.38, Hp.Int.20,22, Luc. Pisc.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόπυρος
-
11 σήτειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σήτειος
-
12 σιτανίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτανίας
-
13 τῆτα
-
14 σητάνιος,
σητάνιος, u. σητάνειος, durchgesiebt, gesichtet; dah. σ. ἄλευρα, das feinste Mehl; ἄρτος, Brot vom feinsten durchgesiebten Mehl; σητάνιος πυρός, eine Weizenart; ἄλευρα σητάνεια = Mehl von Sommerweizen
См. также в других словарях:
σητάνειος — of this year masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητάνειος — και σητάνιος και σατάνιος, ον, Α βλ. τητάνιος … Dictionary of Greek
σητάνειον — σητάνειος of this year masc/fem acc sg σητάνειος of this year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητανείους — σητάνειος of this year masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητάνειοι — σητάνειος of this year masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητάνιος — ον, Α βλ. σητάνειος … Dictionary of Greek
σιτανίας — ὁ, Α 1. είδος δημητριακού 2. πιθ. διάφορη γραφή τού σητάνειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα ανίας (πρβλ. ὑφ ανίας)] … Dictionary of Greek
τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… … Dictionary of Greek