Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σησάμ-ινος

См. также в других словарях:

  • κυάμινος — κυάμινος, ίνη, ον (AM) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή προέρχεται από κυάμους («κυάμινον ἄλευρον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ινος, (πρβλ. καλάμ ινος, σησάμ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • κριθάμινος — κριθάμινος, ίνη, ον (Α) κρίθινος, κριθαρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή. Ο τ. σχηματίστηκε αναλογικά, κατά το πρότυπο τού σησάμ ινος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»