-
1 σπόρος
σπόρος, ὁ, das Säen, Xen. Oec. 7, 20; die Saat, Her. 8, 109; Plat. Tim. 42 d; der Saamen, Plut. Symp. 4, 5, 2; auch das Erzeugte, φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον, Soph. Phil. 700.
-
2 σπορος
ὅ [σπείρω] (дор. gen. σπόρω)1) сеяние, засев Her., Xen. etc.2) время посевных работ, сев Xen., Theocr.3) семя Theocr., Plut., NT.4) плод, урожай, сбор Her., Soph. -
3 σπόρος
σπόροςsowing: masc nom sg -
4 σπόρος
A sowing, Hdt.8.109, X.Oec.7.20, Theoc.16.94, etc.; μετὰ τὸν ς. Pl.Ti. 42d: metaph.,ὁ γαμήλιος σ. καὶ ἄροτος Plu. 2.144b
: pl., Thphr.HP7.5.5.II seed, λίνου ς. Hp.Epid.7.65;σ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Theoc.25.25
, cf. A.R.3.413, Ev.Marc.4.26, etc.2 harvest, crop, Hdt.4.53, PGrenf.2.36.16 (i B.C.), etc.; ὁ πρώϊμος ς. OGI56.68 (Canopus, iii B.C.); γᾶς ς. S.Ph. 706 (lyr.).3 offspring, Lyc.221,750. -
5 σπόρος
σπόρος, ὁ, das Säen; die Saat; der Samen; das Erzeugte -
6 σπόρος
σπόρος, ου, ὁ (s. σπείρω and two prec. entries)① the process of sowing, sowing (Hdt. et al.; ins, pap; Philo, Fuga 171; Jos., Ant. 18, 272) 1 Cl 24:4; AcPlCor 2:26.② the kernel part of fruit, seed (Apollon. Rhod. 3, 413; 498; Theocr. 25, 25; Diod S 5, 68, 2; Plut., Mor. 670b; pap, LXX; En 10:19; Philo; ApcEsdr 5:12 p. 30, 6 Tdf.) Mk 4:27; Lk 8:11. βάλλειν τὸν σπ. ἐπὶ τῆς γῆς Mk 4:26. Also σπεῖραι τὸν σπ. (cp. Dt 11:10) Lk 8:5 (on the parable s. GHarder, Theologia Viatorum, ’48/49, 51–70; JJeremias, NTS 13, ’66, 48–53. On the philosopher as sower of seed, AHenrichs, ZPE 1, ’67, 50–53). Cp. 2 Cor 9:10a v.l.—In imagery πληθυνεῖ τὸν σπόρον ὑμῶν he will increase your store of seed (i.e. your store of things to distribute to the needy) 2 Cor 9:10b. Text uncertain AcPl BMM verso 25 σπό̣[ρον].—DELG s.v. σπείρω. M-M. TW. -
7 σπόρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σπόρος
-
8 σπόρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σπόρος
-
9 σπόρος
-
10 σπόρος
семя.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σπόρος
-
11 σπόρος
семяСемяΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σπόρος
-
12 σπόρος
[спорое] ουσ. а. семя, зерно, зародыш,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπόρος
-
13 σπόρος
-ου + ὁ N 2 5-0-3-2-1=11 Ex 34,21; Lv 26,5.20; 27,16; Dt 11,10χλόην σπόρου crops of the field Sir 40,22Cf. LE BOULLUEC 1989, 342; WALTERS 1973, 227; →NIDNTT -
14 σπόρος
[спорое] ουσ α семя, зерно, зародыш. -
15 σπόρος
la llavor -
16 σπόρος
tohum, çekirdek, tane, spor -
17 σπόρος
graine -
18 σπόρος
nasienie (n) rzecz. -
19 σπόρος
1) semeno2) zrno -
20 σπόρος
seedΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπόρος
См. также в других словарях:
σπόρος — sowing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… … Dictionary of Greek
σπόρος — ο 1. σπέρμα οποιουδήποτε καρπού. 2. σπέρματα κατάλληλα για σπορά: Αγόρασε σπόρους για το λαχανόκηπό του. 3. σπέρμα ανθρώπου ή ζώου. 4. πρώτη αφορμή, αφετηρία κάποιου γεγονότος: Ο σπόρος που έριξε ο Ρήγας δεν άργησε να φυτρώσει. 5. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek
σπόρω — σπόρος sowing masc nom/voc/acc dual σπόρος sowing masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόροι — σπόρος sowing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόροις — σπόρος sowing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρον — σπόρος sowing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρου — σπόρος sowing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρους — σπόρος sowing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρων — σπόρος sowing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)