Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σημαίνει

  • 1 σημαίνει

    σημαίνω
    show by a sign: pres ind mp 2nd sg
    σημαίνω
    show by a sign: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > σημαίνει

  • 2 Ένα λεπτό υπομονής μπορεί να σημαίνει δέκα χρόνια ειρήνης

    Одна минута сдержанности может значить десять лет мира
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένα λεπτό υπομονής μπορεί να σημαίνει δέκα χρόνια ειρήνης

  • 3 δέν σημαίνει οτι ....

    не  значи  дека..

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δέν σημαίνει οτι ....

  • 4 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 5 σημαίνω

    σημαίνω, Il.10.58, etc.; [full] σᾱμαίνω, Schwyzer686.23 ([place name] Pamphylia): [dialect] Ion. [tense] impf.
    A

    σημαίνεσκον Q.S.4.193

    : [tense] fut.

    σημᾰνῶ A.Ag. 497

    , Th.6.20, [dialect] Ion.

    - ᾰνέω Od.12.26

    , Hdt.1.75: [tense] aor. ἐσήμηνα ib.43, Th.5.71, [dialect] Ep.

    σήμηνα Il.23.358

    ; but in codd. of X. (HG1.1.2, al.) and later writers (Str.13.3.6, Act.Ap.25.27, Polyaen.1.41.3, Arr.An.1.6.2) ἐσήμᾱνα, and so in Mitteis Chr.29.8 (ii B.C.): [tense] pf.

    σεσήμαγκα Aristobul.

    ap. Eus. PE13.12, Arr.Epict.3.26.29:—[voice] Med., [tense] fut. σημᾰνοῦμαι, [dialect] Ion.

    - έομαι Hp. Prog.3

    , etc.: [tense] aor.

    ἐσημηνάμην Il.7.175

    , etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.

    σημανθήσομαι S.E.M.8.267

    , ([etym.] ἐπι-) E. Ion 1593: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Hp. Int.44: [tense] aor.

    ἐσημάνθην D.47.16

    : [tense] pf.

    σεσήμασμαι Hdt.2.39

    , Lys.32.7, Pl.Lg. 954a, etc.; [ per.] 3sg.

    σεσήμανται Hdt.2.125

    , inf.

    σεσημάνθαι Ar. Lys. 1196

    : ([etym.] σῆμα):—show by a sign, indicate, point out,

    τέρματα Il.23.358

    ;

    δείξω ὁδὸν ἠδὲ ἕκαστα σημανέω Od.12.26

    ; τοῦτον σημήνας after indicating the person, Hdt.1.5;

    τέκμαρ A.Ch. 667

    ;

    θησαύρισμα S.Ph. 37

    ;

    σ. τι περί τινος Pl.Lg. 682a

    ;

    σ. ὅ τι χρὴ ποιεῖν X.Ap.12

    ; σ. εὔδια πάντα (sc. εἶναι) Theoc.22.22:—[voice] Med., πάντα σημαίνει you have all things shown you (?), Epigr.Gr.1039.11 ([place name] Limyra).
    2 abs., give signs, φθόγγος, φῶς ς., A.Supp. 245, Ag. 293;

    ὁ λόγος σημαινέτω S.Tr. 345

    ; σ. καπνῷ make signal, A.Ag. 497: freq. in E. in [tense] fut. with

    αὐτός, πλοῦς αὐτὸς σημανεῖ Hel. 151

    ;

    τὸ δ' ἔργον αὐτὸ σημανεῖ Andr. 265

    ; αὐτὸ σημανεῖ (without Subst.) Ph. 623;

    τἄλλα δ' αὐτὸ σημανεῖ Ba. 976

    .
    3 of the Delphic oracle,

    οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει Heraclit.93

    ; so of omens, X.Mem.1.1.2, etc.;

    σ. ἐν τοῖς ἱεροῖς Id.An.6.1.31

    ;

    περί τινος Id.Mem.1.1.19

    ;

    ἐπὶ τοῖς μέλλουσι γενήσεσθαι Th.2.8

    ;

    πρὸ τῶν μελλόντων X.HG5.4.17

    :—[voice] Pass.,

    σημαίνεσθαι διὰ τῶν ἐμπύρων Plu.2.222f

    , etc.
    4 in later Prose intr., appear, be manifest, Arist.HA 533a11 (but [voice] Pass. in same sense, ib. 588b18);

    σ. ἐκ τῶν εἰρημένων Pl.Epin. 989a

    ; cf.

    δηλόω 11

    .
    b σημαίνει impers., signs appear, Arist.Pr. 941b2, 944a4.
    II give a sign or signal to do a thing, or bid one do it, c. dat. pers. et inf., Hdt.1.116, 6.78, A.Ag.26, S.Aj. 688, X.An.6.1.24; give orders to, bear command over, c. dat.,

    πᾶσι δὲ σημαίνειν Il.1.289

    , cf. 10.58, 17.250; c. gen.,

    στρατοῦ Il.14.85

    ; also

    σ. ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν Od.22.427

    : abs., give orders,

    ὁ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν Il.21.445

    , cf. Od.22.450: in part., σημαίνων,= σημάντωρ, S.OC 704 codd.
    2 in war or battle, give the signal of attack, etc., Th.2.84, etc.; in full,

    σ. τῇ σάλπιγγι And.1.45

    , X.An. 4.2.1, Achae.37.3;

    σ. τῷ κέρατι ὡς ἀναπαύεσθαι X.An.2.2.4

    : c. acc., σ. ἀναχώρησιν give a signal for retreat, Th.5.10;

    ἐπειδὰν ὁ σαλπιγκτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν X.An.4.3.29

    , cf. 4.3.32;

    τὸ ἀνακλητικόν Plu.2.236e

    : c. inf., X.Cyr.1.4.18, etc.: impers. σημαίνει (sc. ὁ σαλπιγκτής), signal is given, as τοῖσι Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε when signal was given for the Greeks to attack, Hdt.8.11: c. inf., ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα signal was given to make all ready, Id.9.42, cf. E.Heracl. 830; also σ. ἐπὶ πλόον πῦρ gives the signal for sailing, Tryph.145.
    3 generally, σ. [τῷ ἵππῳ] τι, προχωρεῖν σ. τῷ ἵππῳ, X.Eq.9.4, 7.10.
    4 make signals,

    εἰς τὴν πόλιν Id.HG6.2.33

    ; σ. ὡς πολεμίων ἐπιόντων ib.7.2.5:—[voice] Pass., ἐσημάνθησαν προσπλέουσαι ib.6.2.34: abs.,

    σημανθέντων τῷ Ἀστυάγει ὅτι.. Id.Cyr.1.4.18

    .
    III signify, indicate, declare,

    φόνον E.HF 1218

    ;

    τινί τι Hdt.7.18

    , 9.49, S.OT 226: folld. by ὡς.. , Hdt.1.34; by ὅτι.. , S.OC 320, Pl.Phd. 62c;

    σ. ὅστις A.Pr. 618

    ; σ. ὅ τι χρή σοι συμπράσσειν ib. 297 (anap.); σ. ὅπῃ γῆς πεπλάνημαι ib. 564 (anap.);

    σ. ὅπου.. S.El. 1294

    ;

    σ. ὅτου τ' εἶ χὠπόθεν Id.Fr. 104

    ;

    σ. εἴτε.. Id.Ph.22

    ;

    σ. ποίῳ θανάτῳ.. Ev.Jo.12.33

    , 21.19: c. part., signify that a thing is,

    φρυκτοῦ φῶς.. σημαίνει μολόν A.Ag. 293

    ;

    Κρέοντα προσστείχοντα σημαίνουσί μοι S.OT79

    , cf. OC 1669;

    ταῦτα ὡς πολέμου ὄντος σημαίνει Pl.Lg. 626e

    , cf. 722e:—[voice] Pass., ὁ σημαινόμενος δοῦλος the abovementioned slave, POxy.283.12 (i A.D.): abs.,

    σημανθέντος

    it having been reported,

    PAmh.2.31.8

    (ii B.C.), cf. supr. 11.4.
    2 interpret, explain, Hdt.1.108; tell, speak, Id.3.106: abs., σήμαινε tell, S.OC51, cf.OT 1050;

    οὐ στηλῶν μόνον σ. ἐπιγραφή Th.2.43

    .
    3 of a writer, signify, indicate,

    ὅτι.. Str.8.6.5

    ; of words, sentences, etc., signify, mean,

    ταὐτὸν σημαίνει Pl.Cra. 393a

    , cf. 437c, Phdr. 275d, Arist.Ph. 213b30, etc.; σημαίνοντα significant sounds, opp. ἄσημα, Id.Po. 1457a32sq.:—[voice] Pass., τὸ σημαινόμενον the sense, meaning of words, Id.Rh. 1405b8, D.H.Th.31, A.D.Pron.12.27, al.; opp. τὸ σημαῖνον, Chrysipp.Stoic.2.38(pl.).
    B [voice] Med. σημαίνομαι, give oneself a token, i.e. conclude from signs, conjecture,

    τὰ μὲν σημαίνομαι, τὰ δ' ἐκπέπληγμαι S.Aj.32

    ; ἄστροις σ. [τὰς πόλεις], prov. in Ael.NA7.48; σ. τι ἔκ τινος ib.2.7; of dogs hunting,

    μυξωτῆρσι σ. τι Opp.C.1.454

    .
    II provide with a sign or mark, seal, σημαίνεσθαι βύβλῳ (sc. βοῦν), i.e. by sealing a strip of byblus round his horn, Hdt.2.38, cf. Pl.Lg. 954c, X.Cyr.8.2.17, Is. 7.1,2, Hyp.Ath.8:—[voice] Pass., εὖ σεσημάνθαι to be well sealed up, Ar.Lys. 1196; τὰ σεσημασμένα, opp. τὰ ἀσήμαντα, Pl.Lg. 954a, cf. Lys.32.7, D.39.17, Ath.Mitt.7.368.
    2 mark out, choose for oneself,

    τοὺς εὐρωστοτάτους Plb.3.71.7

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημαίνω

  • 6 σημαίνω

    σημαίνω, fut. σημανῶ, aor. ἐσήμηνα, auch ἐσήμᾶνα, welches auch bei Attikern vorkommt, aber seltener als jenes ist, vgl. Lob. Phryn. 24; – bezeichnen, durch ein Zeichen kenntlich machen, σήμηνε δὲ τέρματα, Il. 23, 358. 757; Od. 12, 26; besiegeln, σεσημάνϑαι, Ar. Lys. 1199; τὰ σεσημασμένα καὶ τὰ ἀσήμαντα, Plat. Legg. XII, 954 a; ἐσημάνϑησαν οἱ ἐχῖνοι, Dem. 47, 16. – Bes. ein Zeichen geben, Etwas zu thun, befehlen, gebieten, theils absolut, Od. 22, 450, theils mit dem dat., σημαίνει φυλάκεσσι, Il. 10, 58; σημαίνουσιν ἕκαστος λαοῖς, 17, 250; seltener οὐδέ ἑ μήτηρ σημαίνειν εἴασκεν ἐπὶ δμωῇσι γυναιξίν, Od. 22, 427, über die Mägde gebieten; und wie ἄρχειν c. genit., αἴϑ' ὤφελλες ἀεικελίου στρατοῠ ἄλλου σημαίνειν, Il. 14, 85; – mit dem dat. u. hinzutretendem inf., ᾿Αγαμέμνονος γυναικὶ σημαίνω τορῶς, ἐπορϑιάζειν, Aesch. Ag. 26; vgl. Soph. Ai. 673 O. C. 708; und in Prosa, bes. den Soldaten, Thuc. 2, 84 u. sonst; Her. 8, 11 τοῖς Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε; u. c. inf., ἐσήμαινε πάντα παραρτέεσϑαι, 9, 42, wie bei Xen. Cyr. 1, 2, 8; τῷ κέρατι, 5, 3, 44; τῇ σάλπιγγι, An. 3, 4, 4 (vgl. Pol. 6, 40, 2) u. öfter; vollständig σημαίνει ὁ σαλπιγκτής, 4, 3, 32; u. so öfter vom Commando durch Signale, ἐπειδὰν ὁ σαλπιγκτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν, 4, 3, 29; vgl. D. Sic. 17, 33; τὸ ἀνακλητικόν, Signal zum Rückzuge, Plut. lac. apophth. a. E.; vgl. σημαίνειν ἐκέλευσεν ἀναχώρησιν, Thuc. 5, 10; διὰ τῶν συνϑημάτων, Pol. 1, 50, 8 u. öfter. – Uebh. anzeigen, sagen, erklären, σήμαιν' ὅτι χρή σοι συμπράττειν, Aesch. Prom. 295; εἰ δ' ἔχεις εἰπεῖν ὅ τι λοιπὸν πόνων, σήμαινε, 685; οἶσϑα σημῆναι τορῶς Pers. 471; κἀσήμηνεν ἐμφανὲς τέκμαρ, Ch. 656; Κρέοντα προςστείχοντα σημαίνουσί μοι, Soph. O. R. 79; ταῠτα σημανοῠσ' ἐλήλυϑα, O. C. 367; ἣ σῷ παιδὶ σημαίνει νόσον, Eur. Hipp. 1306; Herc. Fur. 1218; ϑέλει τι σημᾶναι νέον, Hipp. 857; u. in Prosa von den Göttern, Vorzeichen geben und die Zukunft andeuten, ἄνεμος ἐξαίσιος ἐπεγένετο, ὃν καὶ οἰωνίζοντό τινες σημαίνειν πρὸ τῶν μελλόντων, Xen. Hell. 5, 4, 17; vgl. Arr. An. 7, 22. 24 (v. l. περί); φοβοῠνται αὐτὸ ὡς σημαῖνον φϑοράν τινα, Plat. Crat. 405 e; andeuten, auseinandersetzen, τινί τι, Her. 7, 18. 9, 49 u. öfter; bedeuten, ἕν τι σημαίνει μόνον ταὐτὸν ἀεί, Plat. Phaedr. 275 d; ὁ γὰρ ἄναξ καὶ ὁ ἕκτωρ σχεδόν τι ταὐτὸν σημαίνει, Crat. 293 a; ὡς ὁ λόγος σημαίνει, Gorg. 511 b, u. öfter; auch intrans., ὡς ἄρτι σημαίνειν ἐκ τῶν εἰρημένων μοι σφόδρα δοκεῖ, wie aus dem Gesagten einzuleuchten scheint, Epinom. 989 a. – Med. versiegeln lassen, Dem. 28, 6. 33, 36; auch sich ein Zeichen geben lassen, aus einem gegebenen Zeichen schließen, vermuthen, Soph. Ai. 32; σημαίνεσϑαί τι βύβλῳ, sich Etwas auf Papyrus anmerken, Her. 2, 38; – σημηνάμενος τοὺς εὐρωστοτάτους, d. i. sich auswählend, Pol. 3, 71, 7. – Bei den Gramm. bedeutet τὸ σημαινόμενον was unter einem Worte verstanden wird, ohne daß es ausdrücklich darin ausgesprochen ist; dah. πρὸς τὸ σημαινόμενον von der Construction nach dem Sinne, nicht nach der grammatischen Vrbdg der Wörter.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > σημαίνω

  • 7 значить

    -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. значащий
    ρ.δ. σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω• δείχνω• εκφράζω•

    что -ит по-гречески это русское слово? τι σημαίνει στα ελληνικά αυτή η ρωσική λέξη;•

    что это -ит? τι σημαίνει αυτό;•

    это-ит, что... αυτό σημαίνει ότι...• если я молчу, это не -ит, что я сержусь αν εγώ σωπαίνω, αυτό δε θα πει πως είμαι θυμωμένος•

    это для меня ровно ничего не -ит αυτό για μένα δε σημαίνει, τίποτε ή δεν έχει καμιά σημασία•

    вот что -ит быть неосторожным να τι θα πει να είναι κανένας απρόσεχτος.

    εγγράφομαι, είμαι γραμμένος (στον κατάλογο).

    Большой русско-греческий словарь > значить

  • 8 κνῖσος

    κνῖσος oder κνῖσσος, τό, Nebenform von ἡ κνῖσα, wie ἡ δίψα, τὸ δίψος, ἡ πάϑη, τὸ πάϑος. Der sing. von τὸ κνῖσος wird in einem Schol. Iliad. 2, 423 aus einem nicht genannten Komiker angeführt, τὸ κνῖσος όπτῶν ὀλλύεις τοὺς γείτονας, Meineke Com. Graec. 4 p. 687. Der plural. τὰ κνίση erscheint in Stellen Homers als var. lect. So Iliad. 21, 363, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον, ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ, | κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο, | πάντοϑεν ἀμβολάδην, ὑπὸ δὲ ξύλα κάγκανα κεῖται, | ἃς τοῠ καλὰ ῥέεϑρα πυρὶ φλέγετο, ζέε δ' ὕδωρ. Hierzu giebt es im cod. A folgendes Scholium aus Aristonicus: μελδόμενος: (ἡ διπλῆ,) ὅτι ἀντὶ τοῦ μέλδων, τήκων τὰ κνίση, παϑητικὸν ἀντὶ τοῦ ἐνεργητικοῦ. Hiernach also hat Aristarch geschrieben κνίση μελδόμενος, neutr. plur. τὰ κνίση. Dagegen in mehreren aus Didymus ausgezogenen Scholien und Theilen von Scholien wird bezeugt, daß Aristarch κνίσην geschrieben habe; Schol. Ακνίσην: οὕτως Ἀρίσταρχος· ἄλλοι δὲ κνίσης; ein anderes, an das Aristonicëische sich anschließendes Schol. A γράφουσι δέ τινες κνίσην σὺν τῷ ν· οὕτως γὰρ καὶ Ἀρίσταρχος, καί φησιν, ὅτι ἀντὶ τοῦ τηκόμενος, ὅπερ ἰσοδυναμεῖ τῷ τήκων. κνίσην δὲ πᾶν τὸ πιμελές. Der Widerspruch zwischen Didymus und Aristonicus ist darauf zurückzuführen, daß Aristonicus Angabe sich auf Aristarchs zweite Ausgabe bezieht, Didymus Angabe auf Aristarchs erste Ausgabe. Aristonicus Werk erklärte überall lediglich Aristarchs zweite Ausgabe, s. Sengebüsch Homer. dissert. 1 p. 34. Die Worte Aristarchs aber, welche in dem zweiten Didymeischen Scholium A angeführt werden, καί φησιν, ὅτι ἀντὶ τοῠ τηκόμενος, ὅπερ ἰσοδυναμεῖ τῷ τήκων. κνίσην δὲ πᾶν τὸ πιμελές, sind unzweifelhaft aus einem ὑπόμνημα Aristarchs geschöpft. Hypomnemata aber hat Aristarch nur zu Aristophanes Ausgabe und zu seiner eigenen ersten Ausgabe geschrieben; seine zweite Ausgabe war von keinen Hypomnematis begleitet, s. Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 27. Nun scheint es sicher, daß Didymus, auf Aristarchs ὑπομνήματα sich verlassend, wirklich κνίσην hier für die einzige Aristarchische Lesart hielt. Denn wenn man annehmen wollte, daß Didymus selbst geschrieben habe διχῶς Ἀρίσταρχος, κνίσην καὶ κνίση oder ἐν μὲν τῇ προτέρᾳ τῶν Ἀρισταρχείων ἐγέγραπτο κ νίσ η ν, ἐν δὲ τῇ ἑτέρᾳ κ νίσ η oder dergl., wie könnte man da den Umstand erklären, daß keine einzige der aus Didymus stammenden Nachrichten auch nur eine Spur von der doppelten Lesart enthält, sondern alle sammt und sonders behaupten, daß die einzige Aristarchische Lesart κνίσην gewesen sei? Es gehört aber außer den beiden oben angeführten Scholien A hierher auch der aus Didymus und Aristonicus zusammengeflossene Anfang eines Scholiums B: σὺν τῷ ν Ἀρίσταρχος. τὸ δὲ μελδόμενος ἀντὶ τοῦ τήκων. κνίση δὲ πᾶν τὸ πιμελές. τινὲς δὲ οὐδετέρως ἤκουον, ἵν' ᾖ τὰ κνίση, ὡς τὸ » Τηλέμαχος τεμένη νέμεται ( Odyss. 1), 1851«. ἀλλ' ἀεὶ παρ' Ὁμήρῳ ἡ κνίσα ϑηλυκῶς εἴρηται. Bis πιμελές fußt der Verfasser auf Didymus, von da ab bis νέμεται auf Aristonicus. Daß in diesem zweiten auf Aristonicus fußenden Theile der Darstellung nicht Aristarch als Auctor der Lesart τὰ κνίση genannt wird, sondern statt des Namens ein τινές erscheint, kommt ganz einfach daher, weil in Aristonicus Werke hier wie sonst überall Aristarch gar nicht genannt war. Ob das Citat aus Odyss. 11, 185 vom Verfasser des Scholiums selber hinzugethan ist, höchst passend, oder ob das Werk des Aristonicus selbst dies Citat schon enthielt, so daß es aus dem oben vorgelegten Scholium A des Aristonicus durch Schuld eines Epitomators verschwand, läßt sich schwerlich entscheiden. Ein anderes Scholium B fängt so an: οἱ μὲν οὖν διορϑοῦντες ἠξίουν μετὰ τοῦ ν γράφειν, κνίσ ην μελδόμενος, ἀντὶ τοῦ τήκων ἀκούοντες, ἵν' ᾖ τὴν κνίσαν τήκων. οὐκ εἶχον δὲ παρ' Ὁμήρῳ δεικνύναι οὐδετέρως τὸ κνίσσος λεγόμενον, ἀλλ' ἀεὶ ϑηλυκῶς. Dies ist bis τὴν κνίσαν τήκων sicher aus Didymus geflossen; auch der Ausdruck οἱ διορϑοῦντες zeigt den Didymus an, dessen Buch Περὶ τῆς Ἀρισταρχείου διορϑώσεως betitelt war. Dasselbe Scholium steht, als Auseinandersetzung des Porphyrius bezeichnet, im cod. Paris. 2679, Cramer An. Paris. 3 p. 28; es ist aber im Paris. länger, indem an das auch im B Stehende sich im Paris. noch eine entstellte Auseinandersetzung anschließt: δύναται καὶ οὐδετέρως κνίσση, ὡς ἡ κωμῳδία »τὸ κνίδος ὀπτῶ«. ἄλλοι δὲ τὸ κνίσος εἰς τοὺς γείτονας (verderbt aus τὸ κνῖσος ὀπτῶν ὀλλύεις τοὺς γείτονας, s. oben), ὁ δὲ ποιητὴς ἀεὶ ϑηλυκῶς τὴν κνίσσαν φησίν κτἑ. An dieses Scholium reih't sich dann im Paris. mit ἄλλως ein anderes, auf Aristonicus fußendes, von Didymus Nichts wissendes: ὡς ἀπὸ εὐϑείας οὐδετέρας τῶν πληϑυντικῶν, ὅτι οὐκ ἔστι παρὰ τὸ τὰ μέλη ἔλδειν τὸ μελδόμενος, ἀλλ' ἀπὸτοῦ ἄλδω, ὅϑεν τὸ »μέλε' ἤλδανε«, τὸ μελδόμενος παϑητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῠ τοῦ μέλδων, ὅ ἐστι κατατήκων. Das Ende des Porphyrianischen Scholiums mit dem andern, durch ἄλλως angeknüpften findet sich auch im Paris. 2766, Cramer An. Paris. 3 p. 292. Bei Eustath. Iliad. 21, 363 p. 1241, 10 sqq. wird Aristarch nicht genannt; die Lesarten (τῇ) κνίσσῃ und (τὰ) κνίσση werden besprochen, die Lesart κνίσην ist nicht erwähnt; über Didymus läßt sich aus Eustathius Nichts ersehen. Wir haben aber doch über Didymus schon eine Reihe von Zeugnissen, deren Vergleichung es zweifellos zu machen scheint, daß Didymus hier in der That (τὰ) κνίση als Lesart der ἑτέρα nicht kannte, sondern κνίσην für die einzige Aristarchische Lesart hielt. – Iliad. 2, 423 heißt es μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν | δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ' αὐτῶν δ' ὠμοϑέτησαν. Hierzu giebt es folgendes Scholium BL: κατά τε κνίση ἐκάλυψαν: Ἀρίσταρχος τὰ κνίση οὐδετέρως ἀκούει, καίτοι εἰπὼν οὐδὲν ἀδιαίρετον εἶναι τῶν εἰς ος ληγόντων οὐδετέρων. παρ' Ὁμήρῳ κατὰ τὸ πληϑυντικόν· τείχεα γὰρ καὶ βέλεα λέγει. ἀλλ' ὥσπερ τὰ τεμένη ἀδιαιρέτως εἴρηκεν, ὡς τὸ »Τηλέμαχος τεμένη νέμεται ( Odyss. 1), 1851«, οὕτω καὶ τὰ κνίση. καὶ ἔστιν ἐν τῇ κωμῳδίᾳ τὸ ἑνικόν· »τὸ κνῖσσος ὀπτῶν ὀλλύεις τοὺς γείτονας«. πλεονάζει δὲ Ὅμηρος τῇ ϑηλυκῇ προςηγορίᾳ. σημαίνει δὲ καὶ τὴν ἀναϑυμίασιν τῶν κρεῶν, ὡς ὅταν λέγῃ »καὶ τότε με κνίσσης ἀμφήλυϑεν ἡδὺς ἀυτμή. ( Odyss. 12, 369)« καὶ »κνίσση δ' οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ ( Iliad. 1, 317)«. σημαίνει καὶ τὸ λίπος, ὡς ἐπὶ τῶν γαστέρων ἔφη »ἐμπλείην κνίσσης τε καὶ αἵματος ( Odyss. 18, 119)«. σημαίνει καὶ τὸν ἐπίπλουν, ὡς ὧδε· »κατά τε κνίσσῃ ἐκάλυψαν, δίπτυχα ποιήσαντες«. διπλᾶ γὰρ ποιήσαντες τὰ κνίσση, τοὺς μηροὺς ἐπεκάλυψαν. δίπτυχα δὲ αὐτὰ τὰ κνίση· ἐπεὶ γὰρ δύο οἱ μηροί, τὸν ἐπίπλουν εἰς δύο διελόντες ἑκάτερον αὐτῶν ϑατέρῳ μέρει τοῦ ἐπίπλου ἐκάλυπτον. Den letzten Theil der Auseinandersetzung von δίπτυχα ποιήσαντες. διπλᾶ γάρ ab hat Bachmann als besonderes Scholium zu vs. 424. Der erste Theil der höchst lehrreichen Auseinandersetzung besagt deutlich Folgendes: Aristarch schrieb zuerst κνίσῃ, κατεκάλυψαν κνίσῃ μηρούς, = »sie umgaben die Knochen mit der Fetthaut«, später jedoch schrieb Aristarch (τὰ) κνίση, κατεκάλυψαν τὰ κνίση = »sie legten die Fetthaut herum«. Aristarch ward zuerst, als er die Lesart (τῇ) κνίσῃ vorzog, von der Ansicht geleitet, daß Homer den nom. acc. voc. plur. der Neutra auf ος sonst nirgends contrahire, also τὰ κνίση hier eben so wenig gesagt haben werde wie anderswo τὰ τείχη, τὰ βέλη u. s. w. Diese seine frühere Ansicht (καίτοι εἰπών) gab jedoch Aristarch auf, weil ersich überzeugt hatte, daß Odyss. 11, 185 die Lesart τεμένη der Lesart τεμένεα vorzuziehen sei. Sobald dies feststand, fiel auch Iliad. 2, 423 der Grund weg, die Lesart (τῇ) κνίσῃ vor der Lesart (τὰ) κνίση zu bevorzugen. Abgesehn von diplomatischen Rücksichten, die bei Aristarch überall in erster Linie maßgebend waren, schließt sich das δίπτυχα ποιήσαντες offenbar an (τὰ) κνίση weit besser an als an (τῇ) κνίσῃ. Ueber die Construction vergleiche man das Didymeische Scholium A Iliad. 24, 20. 21, welches, nach Bekker ohne Lemma, nach Villoison mit dem Lemma περὶ δ' αἰγίδι πάντα κάλυπτεν χρυσείῃ, also lautet: οὕτως αἰγίδα χρυσείην αἱ Ἀριστάρχου· περὶ ὅλον αὐτὸν ἐκάλυπτε τὴν χρυσῆν αἰγίδα. καὶ μήποτε Ὁμηρικώτερον· »τοῖόν τοι ἐγὼ νέφος ἀμφικαλύψω χρύσεον ( Iliad. 14, 343)«. Hieran schließt Bekker aus V die Bemerkung καὶ »τόσσην οἱ ἄσιν καϑύπερϑε καλύψω ( Iliad. 21, 321)«. Mit dem Siege der Lesart τεμένη Odyss. 11, 185 fiel auch der Grund weg, Iliad. 21, 363 die Lesart κνίσην vor der Lesart (τὰ) κνίση zu bevorzugen, welche letztere dort eben auch diplomatisch besser beglaubigt gewesen sein wird. Diese drei Stellen stehn in unlösbarem Zusammenhange: in Aristarchs erster Ausgabe stand Odyss. 11, 185 τεμένεα, Iliad. 2, 423 (τῇ) κνίσῃ, Iliad. 21, 363 κνίσην, in Aristarchs zweiter Ausgabe Odyss. 11, 185 τεμένη, Iliad. 2, 423 und 21, 363 (τὰ) κνίση. Die Stelle Iliad. 2, 423 kehrt Iliad. 1, 460 und Odyss. 12, 360 wörtlich wieder, und fast wörtlich Odyss. 3, 457, ἄφαρ δ' ἐκ μηρία τάμνον | πάντα κατὰ μοῖραν, κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν | δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ' αὐτῶν δ' ὠμοϑέτησαν. Ueber diese Parallelstellen scheint es keine hierher gehörige Ueberlieferung zu geben; sie werden in Aristarchs Ausgaben wohl das Schicksal von Iliad. 2, 423 getheilt haben. Was Didymus von Aristarch berichtete, ist auch Iliad. 2, 423 nicht zu erkennen. In Bezug auf Odyss. 11, 185 befand er sich, so scheint es, in demselben Irrthume wie Iliad. 21, 363, indem er die Lesart der ersten Aristarchischen Ausgabe für die einzige Aristarchische hielt. Man vergleiche hierüber in diesem Wörterbuche den Artikel τέμενος. Ein anderer ähnlicher Fall ist in diesem Wörterbuche s. v. ἑῶμεν erörtert. Ueber die Stellen Iliad. 21, 363. 2, 423 und ihre Lesarten κνίσην, (τὰ) κνίση, (τῇ) κνίσῃ vergleiche man La Roche Homer. Teztkritik S. 299, welcher Forscher nicht zu der hier vorgetragenen Ansicht gelangt ist. Das Aristonicëische Scholium A zu Iliad. 21, 363 erwähnt La Roche gar nicht; er hat offenbar übersehen, daß in diesem Scholium die Aristarchische Lesart (τὰ) κνίση steckt. Den Stellen des Eustathius, welche La Roche anführt, kann man Iliad. 7, 95 p. 668, 32, Odyss. 3, 457 p. 1477, 1 und Odyss. 17, 214 p. 1817, 3 hinzufügen. Als Parallelstellen zu Iliad. 2, 423 kennt La Roche nur Odyss. 3, 457 und 12, 360; die Stelle Iliad. 1, 460 nennt er nicht.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κνῖσος

  • 9 ἀ-μήχανος

    ἀ-μήχανος ( μηχανή), ohne Mittel u. Rath, Hom. zehnmal, in zwei Bedeutungen, Einer der nichts auszurichten weiß, Einer gegen den man nichts auszurichten weiß, πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανὴν εὑρεῖν, ὁ μὴ δυνάμενος μηχανὴν εὑρεῖν; Iliad. 10, 167 σὺ δ' ἀμήχανός ἐσσι, γεραιέ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀμήχανος δύο σημαίνει, ἓν μὲν ἀνίκητος (corrupt), ἓν δὲ ἀντὶ τοῠ πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μ ηχανὴν εὑρεῖν, ὅπερ καὶ νῠν σημαίνει, ἵνα τῶν πόνων ἀποστῇ; 15, 14 ἦ μάλα δη κακότεχνος, ἀμήχανε, σὸς δόλος, Ἕρη, Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι δύο σημαίνει ἡ λέξις, ἤτοι μὴ δυναμένη μηχανὴν εὑρεῖν, ἢ πρὸς ἣν οὐκ ἔστι μηχανήσασϑαι· ὅπερ καὶ ϑέλει εἰπεῖν; 16, 29 σὺ δ' ἀμήχανος ἔπλευ, Ἀχιλλεῠ, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι νῠν ἀμήχανος πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανήσασϑαι, οὐκ αὐτὸς μὴ δυνάμενος μηχανήσασϑαι; Od. 19, 363 ὤ μοι ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος· ἦ σε περὶ Ζεὺς ἀνϑρώπων ἡχϑηρε, Scholl. πρὸς ὃν, δηλονότι τὸν Δία, οὐκ ἔστι τινὰ μηχανὴν εὑρεῖν, bei welcher Erklärung die Interpunction nach ἀμήχανος wegfällt; 560 ἤτοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυϑοι γίγνονται, Scholl. πρὸς οὓς μηχανὴν εὑρεῖν οὐκ ἔστιν, man kann sie nicht deuten, weil sie ἀκριτόμυϑοι sind, d. h. verworren reden; Iliad. t 9, 273 οὐδέ κε κούρην ἦγεν ἐμεῠ ἀέκοντος ἀμήχανος· ἀλλά ποϑι Ζεὺς ήϑελε, Scholl. Nicanor. τὸ ἀμήχανος τοῖς ἑξῆς συναπτέον, ἵνα ἐπὶ τοῠ Διὸς ᾖ, πρὸς ὃν οὐδείς τι δύναται μηχανήσασϑαι; 13, 726 ἀμήχανός ἐσσι παραρρητοῖσι πιϑέσϑαι, acc. Graec., ἀμήχανος in Bezug auf das πιϑέσϑαι, man kann nichts mit dir anfangen, wenn es sich darum handelt, Anderer Rathe zu folgen; 14, 262 νῦν αὖ τοῠτό μ' ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι; 8, 130. 11, 310 ἔνϑα κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο, καί νύ κεν –, εἰ μή –; – Theocrit. 1, 85 ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμάχανός ἐσσι; Plat. vbdt es mit ἄτεχνος Polit. 274 c, ohne Hülfsmittel; ἀμήχανον ποιεῖν, τιϑέναι τινά Prot. 344 d, in Verlegenheit bringen; ἀμήχανος ἔφυν δρᾶν, ich bin nicht im Stande, Soph. Ant. 79; γυναῖκες εἰς τὰ ἐσϑλὰ ἀμηχανώταται, ungeschickt zum Guten, Eur. Med. 408, vgl. Hipp. 643; ἀμηχανώτατος πορίσασϑαι ἃ χρὴ λέγειν Dem. 60, 12; mit ἄπορος vbdn Xen. An. 2, 5, 21, vgl. Cyr. 7, 5, 69; Ar. Ran. 1425 dem πόριμος entgegengesetzt; – Hes. O. 83 ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν; Hymn. Merc. 157 δεσμά; δύαι, δυςπραξίαι Aesch. Eum. 531. 739; νεφέλαι Spt. 209, βόσκημα πημονῆς Suppl. 695; κάματοι πολέμιοι Pind. P. 2, 19; ἄλγος, νόσος Soph. El. 138 Ant. 360; ξυμφορά, κακόν Eur. Med. 392. 447; vgl. Simonid. bei Plat. Prot. 344 c; κήδεα Archil. 31; ἄτη Ap. Rh. 2, 625 u. Sp. D.; τὰ ἀμήχανα heilloses Leid, παϑεῖν Eur. Hipp. 598; πολλὰ καίἀμήχανα Xen. An. 2, 3, 18; das Unmögliche τὰ ἀμήχανα Aesch. Pr. 59; τῶν ἀμ. ἐρᾶν nach dem Unmöglichen streben Soph. Ant. 90, τὰ ἀμ. ϑηρᾶν 92; τὰ ἀμήχανα ἐᾶν Eur. Heracl. 707; Ar. Equ. 756 ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους ε ὐμηχάνους πορίζειν, das Unmögliche möglich machen; ἀμήχανόν ἐστι, es ist schwierig, unmöglich, mit folgd. Inf., Her. 1, 48. 204, μήποτε ἐγγίνηται damit arb. 5, 3; ebenso Folgende; ὁδὸς ἀμήχανος ἐςελϑεῖν ein Weg, auf dem es unmöglich ist einzudringen Xen. An. 1, 2, 21; ἀμήχανοι τὸ πλῆϑος Xen. Cyr. 7, 5, 38, ἀμήχανοι τὸ μέγεϑος Plat. Rep. IX, 584 b, eigtl. unmöglich zu zählen an Menge, in unermeßlicher Menge, unglaublich groß; πλῆϑος Tim. 39 d. κάλλος Conv. 218 e; ἀμήχανοι τὸ κάλλος Rep. X, 615 a; πλήϑει ἀμήχανοι Phil. 47 d. Häufig ist seit Plat. die Vbdg ἀμήχανος ὅσος, mirum quantum, ἀμήχανον ὅσον χρόνον unendlich lange Zeit Phaed. 80 c, σοφίαν ἀμήχανον ὅσην Euthyd. 275 c; ἀμήχανον οἷον Charm. 155 d, auf unaussprechliche Weise. – Adv. ebenso, ἀμηχάνως ὡς σφόδρα unglaublich sehr Phaedr. 263 d, vgl. Rep. VII, 527 o.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀ-μήχανος

  • 10 из-под

    κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).
    1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•

    мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.

    2. από τα πέριξ•

    он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.

    3. (σημαίνει αλλαγή) απο•

    освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•

    вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•

    выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•

    выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.

    4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•

    бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•

    метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•

    бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.

    εκφρ.
    из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•
    из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι).

    Большой русско-греческий словарь > из-под

  • 11 с...

    с..., со..., съ...
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.
    2. κίνηση με επιστροφή•

    сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•

    сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).

    3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.
    4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.
    5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.
    6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.
    7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).
    8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.
    II.
    Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча.

    Большой русско-греческий словарь > с...

  • 12 σημαίνω

    σημαίνω (σῆμα ‘sign’, s. three next entries; Hom.+; ins, pap, LXX, TestJob; JosAs 23:8; Just., Tat. 17, 2; Mel., P. 95, 728) impf. ἐσήμαινον; fut. σημανῶ LXX; 1 aor. ἐσήμανα (X., Hell. 1, 1, 2; BGU 1097, 17; Judg 7:21; s. B-D-F §72; Mlt-H. 214f); pf. 1 pl. σεσημάγκαμεν (Aristobul. in Eus., PE 13, 12, 7 [=Holladay p. 172, Fgm. 4, lines 85f]). Pass.: aor. 3 sg. ἐσημάνθη LXX; pf. 3 sg. σεσήμανται 2 Macc 2:1.
    to make known, report, communicate (Trag., Hdt.+; ins, pap., LXX, En; TestJob 6:3; EpArist; Philo, Post. Cai. 155 al.; Jos., Vi. 206; Just., D. 114, 2 al.) τὶ someth. indicate charges Ac 25:27. τινί to someone (En 106:13; 107, 2; TestJob 6:5) Rv 1:1.
    to intimate someth. respecting the future, indicate, suggest, intimate (Ezk. Trag. 83, in Eus., PE 9, 29, 6; Just., D. 78, 9 al.; cp. Appian, Liby. 104 §491 προσημαίνειν τὰ μέλλοντα of divine prediction of the future) w. acc. and inf. foll. (Jos., Ant. 6, 50; cp. 8, 409) Ac 11:28.—Also of speech that simply offers a vague suggestion of what is to happen (Heraclitus 93 in Plut., Mor. 404e w. ref. to the Delphic oracle οὔτε λέγει, οὔτε κρύπτει, ἀλλὰ σημαίνει; Epict. 1, 17, 18f; Jos., Ant. 7, 214; 10, 241) w. an indirect question foll. J 12:33; 18:32; 21:19.
    to provide an explanation for someth. that is enigmatic, mean, signify (Pla., Cratylus 393A; Aristot., Physics 213b, 30, Rhet. 32f; Dionys. Hal., Thucyd. 31) B 15:4, in ref. to a passage of Scripture (Just., A I, 65, 4 τὸ δὲ Ἀμὴν τῇ Ἑβραί̈δι φωνῇ τὸ Γένοιτο σημαίνει) ἡ γὰρ ἡμέρα παρʼ αὐτῷ σημαίνει χίλια ἔτη for a day with the Lord means a thousand years (s. Ps. 89:4).—DELG s.v. σῆμα. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σημαίνω

  • 13 σημαινω

        дор. σᾱμαίνω (fut. σημᾰνῶ - эп.-ион. σημᾰνέω, aor. ἐσήμηνα - эп. σήμηνα, дор. ἐσήμᾱνα; pf. σεσήμαγκα; pass.: fut. σημανθήσομαι, aor. ἐσημάνθην, pf. σεσήμασμαι - inf. σεσημάνθαι, part. pf. σεσημασμένος; adj. verb. σημαντός, σημαντέος)
        1) обозначать, отмечать
        

    (τέρματα Hom.)

        σεμαίνεσθαι τοὺς εὐρωστοτάτους Polyb.отбирать себе самых крепких здоровьем

        2) показывать, указывать
        

    (τινά τινι Her.; φωνέ σημαίνουσα ὅ τι χρέ ποιεῖν Xen.)

        3) обнаруживать, выявлять
        τἄλλα δ΄ αὐτὸ σημανεῖ Eur. — остальное само собою обнаружится;
        σ. τὸ πολεμικόν Xen.давать сигнал к атаке

        4) подавать сигнал, сигнализировать
        

    (καπνῷ Aesch.)

        φῶς σημαίνει τινί Aesch.подается световой сигнал кому-л.;
        ὡς ἐσήμηνε impers. Her.когда был подан сигнал

        5) давать знамение
        ἐπὴ τοῖς μέλλουσι γενήσεσθαι σημῆναι Thuc. — служить предзнаменованием того, что предстоит

        6) обнаруживаться, следовать
        7) указывать, приказывать, предписывать, велеть
        

    (τινὴ ποιεῖν τι Her., Xen., Trag.)

        μέ σημήναντός σου Plat. — без твоего приказания;
        σ. στρατοῦ Hom. — командовать войском;
        σ. ἐπὴ δμωῇσι γυναιξίν Hom. — распоряжаться служанками;
        ὅ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν Hom.он давал руководящие указания

        8) сообщать, докладывать, объявлять
        

    (πάντα τινί Soph.)

        σ. τινὴ τὰ καταλαβόντα Her.докладывать кому-л. о происшедшем;
        ὥσπερ ἐσήμηνα Her.как я упомянул (выше)

        9) обозначать, значить
        τὰ σημαίνοντα (sc. ὀνόματα) Plat. — знаменательные слова;
        τὸ σημαινόμενον Arst. — значение, смысл

        10) преимущ. med. запечатывать
        

    γράψας καὴ σημηνάμενος Xen. — написав и запечатав, т.е. в запечатанном письме;

        τά τε σεσημασμένα καὴ τὰ ἀσήμαντα Plat. — как опечатанные, так и неопечатанные вещи

        11) med. заключать (на основании признаков), догадываться
        

    τὰ μὲν σημαίνομαι, τὰ δ΄ ἐκπέπληγμαι Soph. — по одним признакам я догадываюсь, другими же я смущен

    Древнегреческо-русский словарь > σημαινω

  • 14 значить

    значить σημαίνω, εννοώ что это \значитьт? τι σημαίνει αυτό;
    * * *
    σημαίνω, εννοώ

    что э́то зна́чит? — τι σημαίνει αυτό

    Русско-греческий словарь > значить

  • 15 означать

    означать σημαίνω, εννοώ· что \означатьет это слово? τι σημαίνει αυτή η λέξη;
    * * *
    σημαίνω, εννοώ

    что означа́тьет э́то сло́во? — τι σημαίνει αυτή η λέξη

    Русско-греческий словарь > означать

  • 16 зиачить

    зиа́ч||ить
    несов σημαίνω:
    что э́то \зиачитьит? τί σημαίνει αὐτό;· это что-нибудь да \зиачитьит αὐτό κάτι σημαίνει· э́то ничего́ не \зиачитьит αὐτό δέν ἔχει καμμιά σημασία.

    Русско-новогреческий словарь > зиачить

  • 17 означать

    означа́||ть
    несов σημαίνω:
    что это \означатьет? τί σημαίνει αὐτό;· это ничего не \означатьет αὐτό δέν σημαίνει τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > означать

  • 18 arbitrary origin

    = working mean; working origin; provisional mean; assumed mean
    French\ \ origine arbitraire; moyenne de travail; moyenne auxilliaire; moyenne provisoire; moyenne hypothétique
    German\ \ willkürlicher Nullpunkt; provisorischer Mittelwert; provisorisches Mittel
    Dutch\ \ voorlopig gemiddelde; willekeurige oorsprong; hulpgemiddelde; verondersteld gemiddelde
    Italian\ \ origine arbitraria; media di lavoro; media ausiliaria; media provvisoria; media ipotizzata
    Spanish\ \ origen arbitrario; media de trabajo; media auxiliar; media provisional; media supuesta
    Catalan\ \ origen arbitrari; mitjana de treball; mitjana provisional; mitjana hipotètica
    Portuguese\ \ origem arbitrária; origem convencional; média provisória; média de trabalho convencional; média de trabalho
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ vilkårligt valgt nulpunkt
    Norwegian\ \ vilkårlig valgt nullpunkt
    Swedish\ \ provisoriskt medelvärde
    Greek\ \ αυθαίρετη καταγωγή; εργασίας σημαίνει; εργασίας καταγωγή? προσωρινή σημαίνει; υποτίθεται μέση
    Finnish\ \ mielivaltainen origo tai lähtöpiste; väliaikainen keskiarvo; oletettu keskiarvo; keskiarvo; odotusarvo
    Hungarian\ \ tetszõleges eredet; elõzetes átlag; elfogadott átlag
    Turkish\ \ keyfi başlangıç; çalışan ortalama; çalışan başlangıç; geçici ortalama; varsayılan ortalama
    Estonian\ \ suvaline alguspunkt; töökeskmine; töönullpunkt; ajutine keskmine; oletatav keskmine
    Lithuanian\ \ laukiamasis vidurkis
    Slovenian\ \ poljubno izvora; delovnih pomeni; delovni izvora; začasni pomeni; domneva pomeni
    Polish\ \ arbitralny początek (w obliczaniu momentów rozkładu prawdopodobieństwa); arbitralna geneza
    Russian\ \ произвольное начало отсчета; рабочее среднее; рабочее начало отсчета; предпологаемое среднее; принятое среднее
    Ukrainian\ \ довільний початок відліку
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ handahófskennda uppruna; vinna meina; vinna uppruna; bráðabirgða meina; ráð meina
    Euskara\ \ arbitrarioa jatorria; lan esan nahi; lan jatorria; behin-behineko batez bestekoa; hartu nahi
    Farsi\ \ miyangine m li; miyangine f rzshode
    Persian-Farsi\ \ مبدا دلخواه
    Arabic\ \ نقطة الاصل الاختيارية، الاصل العامل ، الوسط المفترض
    Afrikaans\ \ willekeurige oorsprong; werkgemiddelde; veronderstelde gemiddelde
    Chinese\ \ 任 意 远 点; 假 定 平 均 值; 可 使 用 的 平 均
    Korean\ \ 가평균

    Statistical terms > arbitrary origin

  • 19 бы

    κ. б.
    1. βλ. б στην αρχή του γράμματος.
    2. (μόριο δυνητικό) θα•

    он бы пришел ή пришел, если бы был здоров αυτός θα ερχόταν, αν θα ήταν γερός (υγιής).

    (σημαίνει επιθυμία)• θα•

    я бы погулял еще немного θα έκανα ακόμα λίγο περίπατο.

    (μόριο υποθετικό) θα•

    ты бы соснул немножко θα κοιμόσουν ακόμα λίγο.

    3. (με απαρέμφατο μαζί σημαίνει επιθυμία) να•

    спеть бы θέλω να τραγουδίσω•

    не вам бы говорить εσείς (θα κάνετε καλά) να μη μιλάτε.

    || (με το αρνητ. μόριο не σαν υποθετ. έγκλιση)• δεν θα•

    мне бы не справиться, если бы ты не помог δεν θα τάβγαζα πέρα, αν δεν θα με βοηθούσες.

    Большой русско-греческий словарь > бы

  • 20 в...

    во..., въ..., πρόθεμα που σημαίνει:
    1. κατεύθυνση ενέργειας, κίνησης προς τα μέσα: вбежать, влететь, вбить, вдуть.
    2. κατεύθυνση της ενέργειας μέσα στο ενεργόν υποκείμενο•

    вдохнуть, впитать, всосать.

    3. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης μέσα και επί•

    он вбежал на лестницу αυτός έτρεξε μεσα στη σνιάλα.

    4. με το•

    цорю ся στο τέλος των ρ. σημαίνει, εισχώρηση, διείσδυση, βύθισμα σε μεγάλο βαθμό: вдуматься, всмотреться, втянуться.

    Большой русско-греческий словарь > в...

См. также в других словарях:

  • σημαίνει — σημαίνω show by a sign pres ind mp 2nd sg σημαίνω show by a sign pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»