Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σημάτων

  • 1 σημα

         σῆμα
        дор. σᾶμα - ατος τό
        1) (при)знак, отметка
        

    (σ. ἀριφραδές Hom.)

        2) ( у животного) отметина
        

    (ἐν μετώπῳ Hom.)

        3) отличительный знак, эмблема
        4) знамение
        

    (κακὸν σ. Hom.)

        5) знак, сигнал
        

    (σ. μάχης Eur.)

        6) могильный знак, насыпь, курган
        

    (σ. χεῖσθαί τινι Hom.)

        7) гробница, могила
        8) могильный камень, памятник Arph.
        9) знак зодиака

    Древнегреческо-русский словарь > σημα

  • 2 ψευδω

         ψεύδω
        1) чаще med. обманывать, вводить в заблуждение

    (τινά τινος Aesch., Soph., Arph. и ψ. τινά τι Eur., Xen.)

    ; pass. быть обманутым, ошибаться, заблуждаться
        

    ψευσθῆναί τινος Soph., Her., Thuc., Arph., τινι и ἔν τινι Her., περί τινος Xen., Plat. и τι Xen., Plat.; — обмануться в ком(чем)-л. или насчет чего-л.;

        ἐψεῦσθαι τῆς ἀληθείας Plat. — ошибиться насчет истинного положения вещей;
        λαβεῖν τινα ἐψευσμένον Soph.поймать кого-л. на ошибке;
        ψεῦσμα ἐψευσμένος Plat.допустив(ший) ошибку

        2) med. говорить неправду, лгать
        ἀνέρ οὐδαμῶς οἱός τε ψεύδεσθαι Dem. — человек, совершенно неспособный лгать;
        φεύδεσθαι περί и κατά τινος Lys., Plat.; — говорить неправду о ком(чем)-л.;
        ψεύδεσθαι πρός τινα Xen.лгать кому-л.;
        τοῦτό γ΄ οὐκ ἐψεύσατο Arph. — в этом он не солгал;
        αἱ ἀγγελίαι ἐψευσμέναι Thuc. — вымышленные вести;
        Δίους γάμους ἐψεύσατο Eur. (Семела) выдумала, будто она вступила в брак с Зевсом

        3) med.-pass. быть ложным, неверным
        

    τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται Her. — третий из этих способов - самый ложный;

        ὅ λόγος ψευδόμενος Arst.ложное умозаключение

        4) уличать в неправде, опровергать
        

    ψεύδει ἥ ἐπίνοια τέν γνώμην Soph.последующее размышление опровергает (прежнее) мнение

        5) чаще med. не исполнять, вероломно нарушать
        

    (ὅρκια Hom.; συνθήκας Xen.)

        ψ. οὐδὲν σημάτων προκειμένων Soph. — не оставить без исполнения ни одного из данных предзнаменований;
        οὐκ ἐψεύσαντο τὰς ἀπειλάς Her. — они привели в исполнение свои угрозы;
        ἥ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις Thuc. — нарушенное обещание;
        ψεύσασθαι τέν ξυμμαχίαν Thuc. — вероломно расторгнуть военный союз;
        τὰ χρήματα ἃ ὑπέσχοντο ἐψευσμένοι ἦσαν Xen. — деньги, которые они обещали, выплачены не были

    Древнегреческо-русский словарь > ψευδω

См. также в других словарях:

  • σημάτων — ση̱μάτων , σῆμα sign neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • σηματοδότηση — η, Ν [σηματοδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σηματοδοτώ, η με ποικίλα σήματα μετάδοση πληροφοριών ορισμένου είδους σε ορισμένη απόσταση 2. η τοποθέτηση ή διάταξη σημάτων και σηματοδοτών σε σιδηροδρομική γραμμή, οδική αρτηρία, πλωτό… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… …   Dictionary of Greek

  • τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»