-
1 σεαυτοῦ
-
2 σεαυτοῦ
σεαυτοῦ (not σαυτοῦ [so Jos., Ant. 18, 336; Tat. 25, 1], B-D-F §31, 1 and 64, 1; Mlt-H. 180f; Rob. 287), ῆς (Alcaeus [c. 600 B.C.] et al.; pap, LXX, En, JosAs; ParJer 6:6; EpArist, Just., Tat.) reflexive pron. of the second pers. sing. (Kühner-Bl. I 596ff; B-D-F §283; W-S. §22, 11; Rob. 687–90) used only in the gen., dat., and acc. (on the replacement of σεαυτοῦ by ἑαυτοῦ s. ἑαυτοῦ 1b) yourselfⓐ gen. Mt 18:16 v.l.; J 1:22; 8:13; 9:17 א* P75 (EBammel, NTS 40, ’94, 455f); 2 Ti 4:11; Hv 3, 6, 7; m 1:2.ⓑ dat. J 17:5; Ac 9:34; 16:28; Ro 2:5; Hm 3:5; 9:1b; 12, 3, 5f. Also λογίζεσθαι ἐν σεαυτῷ Hs 9, 2, 6 (a Semitism, cp. TestJob 2:3; Leutzsch, Hermas 486 n. 290).ⓒ acc. Mt 4:6; 8:4; Mk 1:44; Lk 5:14; Ro 2:21; Gal 6:1; 1 Ti 4:16b; B 19:3; Dg 2:1; Hm 9:8.—On the quot. fr. Lev 19:18: Mt 19:19; 22:39; Mk 12:31; Lk 10:27; D 1:2, cp. Appian, Bell. Civ. 3, 75 §305: Pansa says to Octavian ἐγὼ τῷ σῷ πατρὶ φίλος ἦν ὡς ἐμαυτῷ; Vi. Aesopi W 31 P.: θέλω (q.v. 3b=love) αὐτὴν (his wife) ὡς ἐμαυτόν=ed. Eberh. I c. 8 p. 247, 1 ταύτην ὡς ἐμαυτὸν στέργω.—M-M. -
3 σεαυτου
κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις Soph. — ты можешь уйти, куда хочешь;
ῥῦσαι σεαυτόν! Soph. — спасайся! -
4 σεαυτού
-
5 σεαυτοῦ
-
6 σεαυτοῦ
σεαυτοῦ, - ῆς, also [full] σαυτοῦ, - ῆς, [dialect] Ion. [full] σεωυτοῦ, ῆς, reflexive Pron. of [ per.] 2nd pers.,A of thyself, etc., in masc. and fem. of gen., dat., and acc. sg., first in Alc.87, Pi.Fr.97, Hdt.1.45, 108; ἐν σαυτοῦ (v.l. -ῷ) γενοῦ contain thyself, S.Ph. 950: rarely in neut.,φίλον ξύλον, ἔγειρέ μοι σεαυτὸ καὶ γίγνου θρασύ E.Fr. 693
:—the Trag. use the longer form (but not so freq. as the shorter), S.Ant. 547, OT 312, etc.:—in pl. always separated, ὑμῶν αὐτῶν, etc.: and orig. separated in sg., as in Hom., who always has σοὶ αὐτῷ, σ' αὐτόν; and so τὰ σ' αὐτοῦ, τὰ σ' αὐτῆς for τὰ σά αὐτοῦ, etc., v. σός 1.3.—The separated forms, σοῦ αὐτοῦ, αὐτοῦ σοῦ, etc., were used in [dialect] Att., not as reflexive, but as emphat. personal pronouns, cf. Pl.Grg. 472b, A.Th. 632.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεαυτοῦ
-
7 σεαυτοῦ
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σεαυτοῦ
-
8 σεαυτού
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σεαυτού
-
9 σεαυτού
ης, ου тебя самого -
10 σεαυτοῦ
тебя самого.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σεαυτοῦ
-
11 σεαυτοῦ
тебе самомТебе Самом тебя самого тобой самимΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σεαυτοῦ
-
12 σεαυτοῦ,-ῆς
-οῦ + R 72-31-46-31-38=218 Gn 6,14.19.21(bis); 8,17also in dat. and in acc.; of yourselfCf. WEVERS 1990 564.568 -
13 σεωυτου
-
14 πλησιό-χωρος
πλησιό-χωρος, der Gegend nahe, angränzend, αἱ πλησιόχωροι πόλεις, Thuc. 4, 79; bei Her. stets von Personen, wie πλησίος, der Nachbar, 3, 89. 4, 30. 33. 102. 6, 108; auch τινί, 3, 97; τὸν σεαυτοῦ πλ., Ar. Vesp. 393; Plat. Legg. V, 737 c; bei Xen. Cyr. 4, 5, 35 v. l. für πρόςχωρος; ἡ πλ., sc. χώρα, Pol. b. Strab. 3, 2, 7.
-
15 σαυτῆς
σαυτῆς, s. σεαυτοῦ, σεαυτῆς.
-
16 σεωυτοῦ
-
17 σκοπέω
σκοπέω, nur im praes. u. imperf. gebr., u. so σκέπτομαι ergänzend, aus der Ferne auf ein bestimmtes Ziel hinsehen, betrachten, beschauen; ἄστρον, Pind. Ol. 1, 5; σκοπεῖτε, Aesch. Suppl. 229; μηκέτ' ἄλλοσε σκόπει, Soph. El. 1466; πλοῠν μὴ 'ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ 'γγύϑεν σκοπεῖν, 465, u. öfter; μὴ νῠν τὰ πόῤῥω σκόπει, Eur. Rhes. 482; τὰ πράγματ' ἐγγύϑεν σκοπῶν, I. A. 490; Ar. Ran. 1153; u. in Prosa: παντὸς χρήματος τελευτήν, Her. 1, 32, τά τινος, für Einen sorgen, 1, 8, wie τὰ σεαυτοῠ, Plat. Phaedr. 232 d; Thuc. 1, 1. 3, 12 u. öfter; σκοπῶ, ὅπως ἀποφανοῠμαι, Plat. Gorg. 526 d; πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ, ich überlege bei mir selbst, Euthyphr. 9 c, wie πρὸς ἀλλήλους Rep. I, 348 b, ποῖ σκοπεῖς; Legg. XII, 963 b; καὶ ὁρᾶν, τί δράσομεν, Phil. 22 c; τὴν ἀλήϑειαν, Gorg. 526 d, öfter; Xen. Cyr. 2, 4, 11 u. sonst; φϑόνον σκοπῶν ὅ τι εἴη, Mem. 3, 9, 8; λόγους πρὸς τοὺς ἀγῶνας, Isocr. 4, 11; σκοπῶν καὶ ϑεωρῶν τὸ πρᾶγμα αὐτό, Dem. 38, 11, u. öfter; ἐσκόπει γυναῖκά μοι, er sah sich nach einer Frau für mich um, Is. 2, 17; σκόπει, μή –, sieh zu, daß nicht, nimm dich in Acht, Plat. Gorg. 458 c; σκοπεῖν ὅπως, Xen. Cyr. 2, 2, 26. – Das med. in derselben Bdtg, eigtl. bei sich überlegen, ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν, Soph. Trach. 295; O. R. 964; σκοποῠμαι ὄμμα πανταχοῠ στρέφων, Eur. I. T. 68, vgl. Hel. 1553 Med. 1166; Ar. Eccl. 207; oft in Prosa: σκοπούμεϑα πρὸς τὸν τῶν πολλῶν λόγον, Plat. Legg. I, 627 d; τί δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσϑαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν, Prot. 353 a; οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα ϑεωροῠντες καὶ σκοπούμενοι, Phaed. 99, d, u. öfter; er vrbdt sogar σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων, prüfen lassend, Legg. I, 645 d; Xen. An. 5, 2, 8 u. sonst, wie Folgde, μὴ πικρῶς, ἀλλ' ἀνϑρωπίνως σκοπεῖσϑαι τὰ πράγματα Pol. 4, 14, 7. – So wie ϑεάομαι u. ϑεωρέω auf das Allgemeine, geht σκοπέω u. σκοπέομαι auf das Besondere, vgl. Her. 1, 30 Plat. Phaed. 99 d.
-
18 γλαφυρός
γλαφυρός (γλάφω, γλύφω), ausgehöhlt, hohl, eigentl. von künstlicher Höhlung, γλαφυρὴ νηῦς Od. 4, 356, γλαφυραὶ νέες Iliad. 2, 516, φόρμιγξ Od. 8, 257. 17, 262. 22, 340, die bauchig gewölbte; von natürlichen Höhlungen, ἐν σπῆι γλαφυρῷ Iliad. 18, 402, ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι Od. 9, 114. 1, 15, πέτρης ἐκ γλαφυρῆς Iliad. 2, 88, πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ Od. 14, 533, ἐν λιμένι γλαφυρῷ, ein tiefliegender, von Felsen umgebener Hafen, oder auch nur ein sich in's Land hineinerstreckender, eine hohle Bucht, Odyss. 12, 305. Zenodot las Iliad. 11, 480 ἐν νέμεϊ γλαφυρῷ statt ἐν νέμεϊ σκιερῷ, Scholl. Aristonic. ἐν νέμεϊ σκιερῷ: ἡ διπλῆ, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει γλαφυρῷ. τοῦτο δὲ σπηλαίῳ ἢ ἄντρῳ οἰκεῖον, νομὰς δὲ ἔχοντι συνδένδρῳ τόπῳ ἀνάρμοστον, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 13. – Hesiod. Th. 297 σπῆι ἔνι γλαφυρῷ; ἅρματα Pind. N. 9, 28; sp. D., z. B. χϑών Agath. (VII, 578). Uebh. behauen, dah. geglättet, polirt, sein; κηρίον Arist. H. A. 4, 11, u. öfter; übertr., ὦ γλαφυρώτατε Ar. Av. 1272 neben σοφώτατε; so bes. nen Arist. an häufig; Plut. vrbdt βίος γλ. καὶ ἀστεῖος Mar. 3; vgl. εἴ τι κομψὸν ἢ σοφὸν ἢ γλαφυρὸν οἶσϑα τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων Dionys. com. Ath. VIII, 381 c (v. 2); σοφῶς ταῦτ' οἰκονομήσω καὶ γλαφυρῶς καὶ ποικίλως Alex. ib. III, 107 a (v. 20); βουλόμενος εἶναι γλ. ἀστεῖός ϑ' ἅμα Macho Ath. XIII, 579 b; χείρ, kunstgeübte Hand, Theocr. ep. 7 (VI, 337); Χαρώνδας Arist. Pol. 2, 12; τὸ γλαφυρόν, die Feinheit, Eleganz, Plut. Marc. 14; διατριβαί Cim. 3; γλαφυρὸν μειδιᾶν, μελωδεῖν, Luc. D. D. 20, 11. 7, 4; δειπνάριον Diphil. Ath. IV, 156 f; ἐμβαμμάτια Anaxipp. ib. IX, 404 (v. 35). Auch adv., z. B. ἔχειν Arist. pol. 2, 10.
-
19 μισθός
μισθός, ὁ, Lohn, Sold; μισϑὸς ῥητός, verabredeter Lohn, Il. 21, 445; εἰρημένος, Hes. O. 372; μισϑὸς ἄλλοις ἄλλος ἐφ' ἕργμασιν γλυκύς, Pind. I. 1, 47; ἀρέομαι Ἀϑαναίων χάριν μισϑόν, P. 1, 77; κἀμοῦ μισϑὸν ἐνϑήσειν κότῳ ἐπεύχεται, euphem. für Strafe, Aesch. Ag. 1234; παρηγμένους μισϑοῖσιν εἰργάσϑαι τάδε, Soph. Ant. 294; Trach. 557; κακῆς γυναικὸς μισϑὸν ἀποτῖσαι, Eur. I. A. 1169; ἄξιον μισϑὸν φέρεσϑαι, Rhes. 162; φέρειν, Bacch. 257, Sold erhalten, wie Ar. Ach. 66. 137; μισϑὸν πορίζειν, Eqq. 1014; ἐϑήτευον ἐπὶ μισϑῷ, sie dienten um Lohn, Her. 8, 137; Thuc. 8, 29 u. öfter; ἀξίως τοῦ μισϑοῦ ὃν πράττομαι, den ich fordere, Plat. Prot. 328 b; ἀργύριον τελῶν ἐκείνῳ μισϑὸν ὑπὲρ σεαυτοῦ, ibd. 311 b; ἄρνυσϑαι, 349 a; αἰτεῖν, Rep. I, 345 e; λαμβάνειν τινός, VIII, 568 c, wie Xen. An. 5, 6, 31; bes. von Soldaten, Söldnern; μισϑοῦ, für Sold, οἳ ἔτυχον τῷ Περδίκκᾳ μισϑοῦ μέλλοντες ἥξειν, Thuc. 4, 124; so τοὺς μισϑοῦ τι πράττοντας, Dem. 18, 51, τίς μισϑοῦ λέγει, 10, 75; vgl. Din. 1, 111; μισϑοῠ στρατεύεσϑαι, Pol. 3, 109, 6, der auch vrbdt τὸν μισϑὸν ἐπιτιϑέναι τινί, 5, 15, 8. – Auch im allgemeinen Sinne, Belohnung, Bestrafung, wie Plat. τῷ δικαίῳ παρὰ ϑεῶν ἆϑλά τε καὶ μισϑοὶ καὶ δῶρα γίγνεται, Rep. X, 614 a u. ἄνευ μισϑοῦ ζημιώδους, Legg. I, 650 a, u. öfter bei Sp., wie Plut. u. Luc.
-
20 σαυτού
ης, ου см. σεαυτού
См. также в других словарях:
σεαυτού — και σαυτού, ής / σεαυτοῡ και σαυτοῡ, ῆς, ΝΑ, και ιων. τ. σεωυτοῡ και στον Όμ. σοῡ αὐτοῡ Α (αυτοπαθής αντων. β εν. προσ. μόνο στις πλάγιες πτώσεις) 1. εσένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού σου 2. φρ. α) «γνώθι σαυτόν» γνώρισε τον εαυτό σου, μάθε… … Dictionary of Greek
σεαυτοῦ — σαυτοῦ masc/neut gen sg σαυτοῦ neut gen sg σαυτοῦ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονειροπολώ — (Α ὀνειροπολῶ, έω) [ονειροπόλος] 1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους τού ονείρου και τής φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και… … Dictionary of Greek
σαυτού — Α βλ. σεαυτοῡ … Dictionary of Greek
σεωυτού — ῆς, Α ιων. τ. βλ. σεαυτοῦ … Dictionary of Greek
ԱՆՁՆ — (ձին, ձինք, ձանց.) NBH 1 0192 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. (լծ. հյ. ինձ, ինձէն, ինքն. եւ ար. ինս, ինսան.) Ինքնութիւն իմացական եւ բանաւոր էակի՝ դիմաւ որոշելոյ. անհատն բնութենակից … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)