Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σανιδώματα

См. также в других словарях:

  • σανιδώματα — σανίδωμα planking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • слемя — род. п. ене бревно, брус, перекладина , только русск. цслав. слѣмѧ, род. п. ене δοκός (ХI в.), наряду с этим позднее (ХVI в.) русск. соломина (Мi. LР 862; Торбьёрнссон 1, 97), болг. слеме (Младенов 590), сербохорв. шље̏ме, род. п. ена конек на… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • PAGINAE Valvarum — apud Plin. l. 16. c. 42. Firmissima ad tectum abies, eadem valvarum paginis, et ad quacumque libeat intestina opera, firmissima, sive Graecô, sive Campanae fabricae artis genere spectabilis, ramentorum crinibus pampinatô semper orbe se volvens,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHATNOMATA — Graece φατνώματα, dicebantur olim lacunaria, quae caelata non erant. Istiusmodi enim tecta alias laqueabantur tabulis in varias figuras caelatis, ut in Maeandros, et lacus et πλίνθια et orbes et triangulos et alia, e quibus Lacunaria proprie vel… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TABULATA — in Circo Romano, in quibus stantes spectabant, ξυλίνοις ςκέλεσι, ligneis cruribus, ut ait dionysius Halicarn. l. 3. seu furcis, ut Livio vocantur, sustinebantur primitus: faciebatque ea quisque sibi tumultuariâ operâ, et ad spectaculi solum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρμογοκάλυμμα — και αρμοκάλυμμα, το λεπτή ταινία ξύλου με την οποία καλύπτονται οι αρμοί στα σανιδώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τεχνικής ορολογίας (μουσικής, ζωγραφικής, λογοτεχνίας, ιατρικής). Ο τ. ανάγεται σε θ. αρμογ , αρμόζω (πρβλ. δωρ. άρμογμαι, άρμοξα, αρμόχθην)] …   Dictionary of Greek

  • οροφή — Με τη λέξη ο. εννοούμε γενικά την εσωτερική άνω επιφάνεια ενός χώρου, είτε αυτή είναι επίπεδη είτε όχι, σε αντιδιαστολή προς την εξωτερική άνω επιφάνεια που ονομάζουμε στέγη. Η ο. και η στέγη αποτελούν τμήματα του αυτού κατά κανόνα φέροντα… …   Dictionary of Greek

  • σανίδωμα — το, ΝΑ [σανιδῶ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση 2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος αρχ. 1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν …   Dictionary of Greek

  • σελίδα — η / σελίς, ίδος, ΝΜΑ καθεμιά από τις δύο όψεις γραμμένου ή τυπωμένου χαρτιού νεοελλ. 1. ναυτ. το πρόσθετο ζώμα τών λέμβων που βρίσκεται πάνω από την κουπαστή, αλλ. πέλλα 2. στον πληθ. οι σελίδες μτφ. α) ιστορική πράξη, κατόρθωμα («ο στρατός μας… …   Dictionary of Greek

  • τριέλικτος — ον, Μ 1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές 2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.) β) «τριέλικτοι θώρακες» τα σανιδώματα τού πλοίου (Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»