-
1 σανδαλοθήκη
σανδᾰλοθήκη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σανδαλοθήκη
-
2 σανδαλοθήκην
σανδαλοθήκηsandal-case: fem acc sg (attic epic ionic) -
3 σανδαλοθήκας
σανδαλοθήκᾱς, σανδαλοθήκηsandal-case: fem acc plσανδαλοθήκᾱς, σανδαλοθήκηsandal-case: fem gen sg (doric aeolic) -
4 σάνδαλον
Grammatical information: n.Other forms: pl. -α. Also σάμβαλον (Eumel., Sapph., AP)Compounds: σανδαλοθήκη `sandal case' (Men., Delos IIa); σαμ-βαλ-ούχη, - ουχίς f. `sandalchest' (Herod.), - ίσκα pl. n. (Hippon. 18 = 32 Masson; s. comm.).Derivatives: σανδάλ-ιον (IA.), - ίσκον (Ar.); also - ίς, - ίδος f. `kind of date' (Plin.), - ώδης `sandal-like' (sch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Also σάμβαλον n. -- On νδ σάνδαλον μβ cf. κορίαμβλον-κορίανδρον; diff. adoption of a foreign word (Schwyzer 303)?; s. also Kronasser Etymologie I 91. -- Origin unknown; cf. σαγγάριος H. s. σκυτεύς; τζαγγάριος ( τσ-) m. `manufacturer of Parthian τζάγγαι' (pap. VIp; ?). -- From Greek Lat. sandalium, Fr. sandale, NPers. ṣandal etc. - Furnée 153, 389 mentions also σέμπαδα ὑποδήματα H. (to be read *σέμπαλα?).Page in Frisk: 2,675Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σάνδαλον
См. также в других словарях:
σανδαλοθήκη — ἡ, Α θήκη για την τοποθέτηση ή για τη φύλαξη σανδαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον + θήκη] … Dictionary of Greek
σανδαλοθήκην — σανδαλοθήκη sandal case fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαλοθήκας — σανδαλοθήκᾱς , σανδαλοθήκη sandal case fem acc pl σανδαλοθήκᾱς , σανδαλοθήκη sandal case fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek