Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σαλάμβῃ

См. также в других словарях:

  • σαλάμβη — vent hole fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλάμβῃ — σαλάμβη vent hole fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλάμβη — και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλάβη, ἡ, Α (ποιητ. τ.) φεγγίτης ή καπνοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. προέρχεται από τη Σημιτική] …   Dictionary of Greek

  • σαλάμβην — σαλάμβη vent hole fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλαμβαι — σαλάμβη vent hole fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SALAMBO — Hesych. Σαλαμβὼ, ἡ Α᾿φροδίτη παρὰ Βαβυλωνίοις. Lamprid. in Heliogabalo c. 7. Salambonem etiam omni planctu et iactatione Syriaci cultûs exhibuit. Non tamen Syra haec appellatio, vel Babylonica, sed a Syromacedonibus imposita, cum Σαλάμβη et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σάλαβος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σαλάμβη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σαλάβη / σαλάμβη*] …   Dictionary of Greek

  • σαλάμβας — σαλάμβᾱς , σαλάμβη vent hole fem acc pl σαλάμβᾱς , σαλάμβη vent hole fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλάβη — ἡ, Α (δ. γρφ.) βλ. σαλάμβη …   Dictionary of Greek

  • σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»