1 σάλα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σάλα
σάλαβος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σαλάμβη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σαλάβη / σαλάμβη*] … Dictionary of Greek