Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σαλεύει

См. также в других словарях:

  • σαλεύει — σαλεύω cause to rock pres ind mp 2nd sg σαλεύω cause to rock pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… …   Dictionary of Greek

  • αεισάλευτος — η, ο και ος, ο όποιος σαλεύει, κινείται διαρκώς, ο μη σταθερός ή μόνιμος …   Dictionary of Greek

  • αλαφροσάλευτος — η ο [αλαφροσαλεύω] 1. αυτός που σαλεύει, που κινείται ελαφρά από τον άνεμο 2. αυτός που μπορεί να μετακινηθεί εύκολα …   Dictionary of Greek

  • αυροσάλευτος — η, ο αυτός που τον σαλεύει, που τον κινεί ελαφρά η αύρα …   Dictionary of Greek

  • επίσαλος — ἐπίσαλος, ον (AM) [επισαλεύω] 1. αυτός που σαλεύει, που κινείται στη θάλασσα 2. αβέβαιος, άστατος, ευμετάβολος («ἐπισάλων τῶν... ἐλπίδων γενομένων», Θεοφύλ. Σιμ.) …   Dictionary of Greek

  • ευκολοσάλευτος — η, ο (Μ εὐκολοσάλευτος, ον) αυτός που σαλεύει, που μετακινείται εύκολα, ο ασταθής …   Dictionary of Greek

  • ευσάλευτος — εὐσάλευτος, ον (ΑΜ) αυτός που σαλεύει, που σείεται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • κιγκλίζω — (I) κιγκλίζω (Α) [κίγκλος] 1. κουνώ, σαλεύω κάτι εδώ κι εκεί, κουνώ την ουρά σαν το πτηνό κίγκλος* («κιγκλίζει σαλεύει, μοχλεύει, κινεῑ», Ησύχ.) 2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω συνεχώς («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν… …   Dictionary of Greek

  • ροιβδωδώ — έω, Α 1. (κατά τον Θεογνώστ.) «ῥοιβδῳδεῑ μετά ῥοίζου σαλεύει, ἀδεῑ» 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥοιβδώδει μετὰ ἤχου ᾄδει [ἀηδεῑ] ὡς οἱ ποιμένες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖβδος + ᾠδή] …   Dictionary of Greek

  • σαλευτός — ή, όν, Α [σαλεύω] αυτός που κινείται πάνω κάτω, αυτός που σαλεύει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»