-
1 σαλία
σαλίᾱ, σαλίαconical hat with broad brim: fem nom /voc /acc dualσαλίᾱ, σαλίαconical hat with broad brim: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σαλίᾱͅ, σαλίαconical hat with broad brim: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 σαλία
σᾰλία· πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῦσιν αἱ Λάκαιναι, οἱ δὲ θολία, Hsch. -
3 σαλιᾷ
-
4 σαλίᾳ
Βλ. λ. σαλία -
5 σαλίαν
σαλίᾱν, σαλίαconical hat with broad brim: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 θόλος
Grammatical information: f. (hell. m.; s. Schwyzer-Debrunner 32 n. 4, 34 n. 2)Meaning: `round building with conical roof, rotunda', `round bath' (Od.);Derivatives: θολίδιον (Attica). - θολία `round hat against the sun for women' (Theoc. 15, 39), also `chest with conical lid' (Poll.); cf. σαλία (σ- \< θ-) πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὅ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῦσιν αἱ Λάκαιναι. οἱ δε θολία H.; s. also H. s. θαλιοποιοι [Latte corrects to *θαλλοκοποιοί]. - θολωτός `provided with θ., w. conical form' (Procop.), θολικός `id.' (Suid.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical word without explanation. One compares since Fick 1, 466 a word for `valley etc.', which is found in Germanic, Slavic, and Celtic, e. g. Goth. dal(s) m. or n. `φάραγξ, βόθυνος', OWNo. dalr `valley, arch', OCS dolъ `βάραθρον, λάκκος', Russ. dol `valley, lower part', Welsh dol f. `valley'. Prop. meaning then *`bowing, bending', from where `vault(ing)', resp. `hollow' (see Huisman KZ 71, 103); improbable. Often connected with θάλαμος, e. g. E. Maaß RhM 77, 1ff.; against this Wahrmann Glotta 19, 213. - Cf. Bq and Pok. 245f. - The variation α\/ο is typical of Pre-Greek.Page in Frisk: 1,677Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θόλος
-
7 θαλιοποιοί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλιοποιοί
-
8 θολία
-
9 σάλω
-
10 τηλία
τηλία, ἡ,A board or table with a raised rim or edge, to prevent meal and pastry placed on it from falling off, corn-seller's or baker's board, Pherecr.126, Peithol. ap. Arist.Rh. 1411a14, cf. HA 578a1 (hence cj. for ἑστίας in Hippiatr.1), BGU1117.11 (i B.C.), Sch.Ar.Pl. 1038 (citing Eup.194), AB275: but in Ar. l.c. (1037) apptly. hoop of a corn-sieve, κοσκίνου κύκλος Sch.2 table or stage whereon game-cocks and quails were set to fight, Aeschin.1.53, Poll.9.108, Alciphr.3.53: generally, gambling-table, ABl.c.
См. также в других словарях:
σαλία — σαλίᾱ , σαλία conical hat with broad brim fem nom/voc/acc dual σαλίᾱ , σαλία conical hat with broad brim fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλίᾳ — σαλίᾱͅ , σαλία conical hat with broad brim fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλία — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῡσιν αἱ Λάκαιναι, oἱ δὲ θολία». (II) ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. τηλία. (III) ἡ, Μ [σαλός] μωρία … Dictionary of Greek
σαλίαν — σαλίᾱν , σαλία conical hat with broad brim fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλιο — Το προϊόν της έκκρισης των σιαλογόνων αδένων, που χύνεται στο στόμα. Διακρίνεται σε τρία είδη, το παρωτιδικό, χωρίς βλέννα, το υπογνάθιο, που περιέχει λίγη βλέννα και το υπογλώσσιο, που είναι πλούσιο σε βλέννα. Τα τρία αυτά είδη ανακατεύονται στη … Dictionary of Greek
Giannis Aggelakas — au festival Schoolwave 2007 Pays d’origine … Wikipédia en Français
αιμωδιώ — ( άω) (Α αἱμωδιῶ) νεοελλ. αισθάνομαι παροδική νάρκη σε κάποιο μέλος τού σώματός μου, μουδιάζω, μυρμηγκιάζω αρχ. 1. μουδιάζει το στόμα μου, ιδίως τα ούλα, από ερεθισμό που προξένησε η λήψη ξινής τροφής 2. τρέχουν τα σάλια μου 3. κάνω τα δόντια να… … Dictionary of Greek
γλυκοσαλιάζω — και ίζω 1. ησυχάζω, ανακουφίζομαι 2. μού τρέχουν τα σάλια από τον πόθο, επιθυμώ πολύ 3. ερωτοτροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + σαλιάζω «εκκρίνω σάλιο»] … Dictionary of Greek
κατασιελίζω — (Α) γεμίζω με σάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιελίζω «βγάζω σάλιο»] … Dictionary of Greek
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
σαλιάρα — Η πιο συνηθισμένη από τις κοινές ονομασίες τελεόστεων ψαριών του γένους βλέννιος της οικογένειας των Βλενιιδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη μικρών ψαριών που ζουν στις ακτές, από τις αρκτικές και ανταρκτικές περιοχές ως τις τροπικές. Το σώμα τους… … Dictionary of Greek