-
1 σακοδερμηστής
σακοδερμηστήςeating through leather shields: masc nom sg -
2 σακοδερμηστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σακοδερμηστής
-
3 σακο-δερμιτης
σακο-δερμιτης, ὁ, aus Soph. frg. 562 angeführt u. von Phot. erkl. οἱ μὲν τὸν ὄφιν, οἱ δὲ σκώληκα τὰ δέρματα διεσϑίοντα· ἄμεινον δὲ τὸν ἐπὶ τῷ δέρματι χαλκὸν ἔχοντα, παρ' ὅσον τὰ σάκη ἐπίχαλκα; u. so Hesych., bei dem σακοδερμιστής steht, vielleicht σακοδερμηστής.
См. также в других словарях:
σακοδερμηστής — eating through leather shields masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακοδερμηστής — και σακοδερμίτης και, κατά τον Ησύχ., σακοδερμιστής, ὁ, Α (ποιητ. τ.) πιθ. (για σκώληκα) αυτός που κατατρώγει το δέρμα τών ασπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος (ΙΙ) «είδος ασπίδας» + δερμηστής / δερμιστής «έντομο που τρώει το δέρμα»] … Dictionary of Greek