-
1 σακοδερμηστής
σακοδερμηστήςeating through leather shields: masc nom sg -
2 σακοδερμηστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σακοδερμηστής
См. также в других словарях:
σακοδερμηστής — eating through leather shields masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακοδερμηστής — και σακοδερμίτης και, κατά τον Ησύχ., σακοδερμιστής, ὁ, Α (ποιητ. τ.) πιθ. (για σκώληκα) αυτός που κατατρώγει το δέρμα τών ασπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος (ΙΙ) «είδος ασπίδας» + δερμηστής / δερμιστής «έντομο που τρώει το δέρμα»] … Dictionary of Greek