Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
σακοδερμηστής
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
σακοδερμηστής — eating through leather shields masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακοδερμηστής — και σακοδερμίτης και, κατά τον Ησύχ., σακοδερμιστής, ὁ, Α (ποιητ. τ.) πιθ. (για σκώληκα) αυτός που κατατρώγει το δέρμα τών ασπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος (ΙΙ) «είδος ασπίδας» + δερμηστής / δερμιστής «έντομο που τρώει το δέρμα»] … Dictionary of Greek