-
1 σαθρος
31) гнилой, прогнивший, тж. испорченный(σάρξ Plut.)
τὰ σαθρὰ τοῦ σώματος Plut. — пораженные части тела2) ветхий, дырявый(πλοῖον Plut.)
3) надтреснутый(ἀγγεῖον Plat.)
σαθρὸν φθέγγεσθαι Plat. — издавать надтреснутый звук4) порочный, уязвимый Plat.τὰ σαθρά τινος Dem., Plut. чьи-л. — пороки
5) слабый, немощный(φωναί Arst.)
6) плохой, дурной(κῦδος Pind.)
πρίν τι καὴ σαθρόν τινι ἐγγενέσθαι Her. — прежде чем родится у кого-л. какой-л. дурной замысел7) пустой, бессмысленный(λόγοι Eur.)
-
2 αποφθεγγομαι
1) громогласно объявлять, провозглашать Plut., Luc.2) возвещать, изрекать(χρησμόν Luc.)
3) звучать в ответσαθρὸν ἀ. Luc. — издавать надтреснутый звук
-
3 διακρουω
1) проверять постукиванием(δ. τι, εἴθ΄ ὑγιές, εἴτε σαθρὸν φθέγγεται Plat.; αἱ πονηραὴ χυτραὴ διακρουόμεναι Luc.)
2) преимущ. med. отбивать, отталкивать, отбрасывать, отклонять, отвергать(πολλὰ τῶν λεγομένων Plut.)
δ. ἑαυτὸν ἔν τινι Plut. — мешать самому себе в чем-л.;διακρούσασθαι τὸν παρόντα χρόνον Dem. — оттянуть время;διακρουσθῆναι τῆς τιμωρίας Dem. — уклониться от наказания;τοὺς μὲν δεήσει, τοὺς δ΄ ἀπειλῇ διακρουσάμενος Plut. — отделавшись от одних просьбами, а от других угрозами;ῥαδίως διακρούσασθαι τέν ἀπορίαν Plut. — легко справиться с затруднением3) med. вводить в заблуждение, надувать, обманывать(τινα Her., Dem.)
φυλακὰς διακρούσασθαι Dem. — обмануть бдительность стражей -
4 περικρουω
1) бить во все стороны, рассыпать удары вокругπ. ἐν χειραψία Plut. — сцепившись, наносить удары
2) обстукивать(εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Plat.)
3) поражать со всех сторон4) отовсюду отбивать, отламывать5) набиватьπ. πέδας τινί Plut. — надевать оковы на кого-л.
-
5 υπηχεω
1) давать отголосок, откликаться Hes.ὥσθ΄ ὑπηχῆσαι χθόνα Eur. — так, что загудела земля;
σαθρὸν ὑ. Plut. — давать надтреснутый отзвук2) вторить, подпевать(τῷ χορῷ Plat.)
ἄλλο τι ὑ. Luc. — вторить невпопад, фальшивить
См. также в других словарях:
σαθρόν — σαθρός unsound masc acc sg σαθρός unsound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαθρός — ή, ό / σαθρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β … Dictionary of Greek
гнильство — ГНИЛЬСТВ|О (2*), А с. То же, что гнилость. Перен.: и стр(с)ть пагѹбнѹю. и гнильство д҃шамъ въпадшеѥ. ѿсѣщи (ἐπὶ... σηπεδόνι) КР 1284, 330г; Си(х) скарѣдье и злосмрадье… гнил||ьство и немощь ѿ мужа с҃та ѹвѣдѣвъ. (τὸ σαθρόν) ЖВИ XIV–XV, 90–91 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θρασίμι — και θνασίμι και χρασίμι, το 1. ψοφίμι 2. (για ανθρώπους) θρασύδειλος, αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασόν (< αρχ. επίθ. σαθρόν, με μετάθεση) + κατάλ. ίμι (πρβλ. ψοφίμι). Κατ άλλους από το αρχ. επίθ. θηράσιμον «αυτό που μπορεί να θηρευθεί»] … Dictionary of Greek
ναχαδόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν» … Dictionary of Greek
περικρούω — Α 1. κρούω, χτυπώ κάποιον ή κάτι ολόγυρα 2. (ειδικά) χτυπώ πήλινο ή μετάλλινο αγγείο από όλες τις πλευρές για να διαπιστώσω από τον ήχο του αν είναι σπασμένο ή όχι («εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει, πᾱν περικρούωμεν», Πλάτ.) 3. (κυρίως το παθ.) περικρούομαι … Dictionary of Greek
σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… … Dictionary of Greek
σαυχμόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαχνόν, χαῡνον, σαθρόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. σαυκρός] … Dictionary of Greek
σαύνιον — και σαυνίον, τὸ, Α 1. ακόντιο, ιδίως βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ ἵππων βάλλοντες», Στράβ.) 2. μτφ. (με κωμ. σημ.) το ανδρικό μόριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek