-
1 σαθρός
σαθρός, wie σαπρός, angefault, verdorben, morsch, daher übh. schwach, hinfällig, schadhaft; κῠδος, vera gänglicher Ruhm, Pind. N. 8, 34; αἴνιγμα, Eur. Suppl. 1064; λόγοι, Hec. 1190; τοῦτ' εἰς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαϑρόν, Bacch. 487; σαϑρόν τίμοι ἐγγίγνεται, mir kommt ein schwächlicher, zaghafter Gedanke in den Sinn, Her. 6, 109; εὕροιμ' ἄν, ὅπῃ σαϑρός ἐστι, wo es ihm fehlt, Plat. Euthyphr. 5 c; εἴτε ὑγιές, εἴτε σαϑρὸν φϑέγγεται, Theaet. 179 d, wie εἴ πῄ τι σαϑρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν, Phil. 55 c, zu erklären aus dem Anschlagen an einen Topf, um aus dem Klange zu entnehmen, ob er geborsten ist; dah. τὰ ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαϑρά, Gorg. 493 e; Dem. 2, 21 verbindet κἂν ῥῆγμα κἂν στρέμμα κἂν ἄλλο τι τῶν ὑπαρχόντων σαϑρὸν ᾖ; 18, 227 σαϑρόν ἐστι φύσει πᾶν, ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον.
-
2 σαθρός
σαθρός, angefault, verdorben, morsch, daher übh. schwach, hinfällig, schadhaft; κῠδος, vera gänglicher Ruhm; σαϑρόν τίμοι ἐγγίγνεται, mir kommt ein schwächlicher, zaghafter Gedanke in den Sinn; εὕροιμ' ἄν, ὅπῃ σαϑρός ἐστι, wo es ihm fehlt; εἴ πῄ τι σαϑρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν, Phil. 55 c, zu erklären aus dem Anschlagen an einen Topf, um aus dem Klange zu entnehmen, ob er geborsten ist -
3 παρα-νευρίζομαι
παρα-νευρίζομαι, nur Arist. H. A. 7, 1, παρανενευρισμέναι χορδαί, Darmsaiten mit rauhen Fasern, die gleichsam Nebensaiten haben und wie geborstene Töpfe dumpf, σαϑρόν tönen, einen schnarrenden Ton geben, im Ggstz der ganz glatten Saiten, welche den reinsten Ton geben.
-
4 τενθρηνώδης
τενθρηνώδης, ες, = Vorigem; Hippocr.; Plut. Symp. 8, 3 mit σαϑρόν u. πολύκενον vrbdn.
-
5 εὐ-περί-θραυστος
εὐ-περί-θραυστος, leicht herum zerbrechend, καὶ σαϑρόν Plut. cohib. ira 10.
-
6 δια-κρούω
δια-κρούω (s. κρούω), 1) hindurchschlagen; σφῆνας, durchtreiben, Theophr.; ein irdenes Gefäß durch Anklopfen prüfen, ob es einen Riß hat, Luc. parasit. 4; vgl. Schol. Ar. Ran. 78; dah. übertr., erproben, untersuchen; τὴν οὐσίαν, εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαϑρὸν φϑέγγεται Plat. Theaet. 179 d. – 2) unterbrechen, hindern; διακρουσϑῆναι τῆς τιμωρίας, an der Bestrafung, Dem. 24, 132; ἑαυτὸν ἐν τοῖς πράγμασιν Plut. de prof. virt. sent. p. 255. – Med., von sich zurückstoßen, abweisen; Plut. Cat. min. 30; δεήσεις, Caes. 66; ἀπορίαν, beseitigen, Philop. 14; bes. eine Anklage durch falsche Entschuldigungen; τοὺς Ἕλληνας, d. i. hinhalten, täuschen, Her. 7, 168; durch Aufschub u. Ausflüchte ausweichen, τινά, Dem. 24, 13; τὸν παρόντα χρόνον, verzögern, 19, 33, vgl. Plut. Caes. 64; entgehen, φυλακάς 24, 36, u. öfter; προφάσει, Dion. Hal. 10, 17; ϑεραπείαις τισὶ τὴν ὀργήν, Strab. XIV p. 674; τὴν δίκην, Plut. Num. 12; τὴν πρόςοδον, Dion. Hal. 3, 3.
-
7 παρανευρίζομαι
παρα-νευρίζομαι, παρανενευρισμέναι χορδαί, Darmsaiten mit rauhen Fasern, die gleichsam Nebensaiten haben und wie geborstene Töpfe dumpf, σαϑρόν tönen, einen schnarrenden Ton geben, im Ggstz der ganz glatten Saiten, welche den reinsten Ton geben
См. также в других словарях:
σαθρόν — σαθρός unsound masc acc sg σαθρός unsound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαθρός — ή, ό / σαθρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β … Dictionary of Greek
гнильство — ГНИЛЬСТВ|О (2*), А с. То же, что гнилость. Перен.: и стр(с)ть пагѹбнѹю. и гнильство д҃шамъ въпадшеѥ. ѿсѣщи (ἐπὶ... σηπεδόνι) КР 1284, 330г; Си(х) скарѣдье и злосмрадье… гнил||ьство и немощь ѿ мужа с҃та ѹвѣдѣвъ. (τὸ σαθρόν) ЖВИ XIV–XV, 90–91 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θρασίμι — και θνασίμι και χρασίμι, το 1. ψοφίμι 2. (για ανθρώπους) θρασύδειλος, αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασόν (< αρχ. επίθ. σαθρόν, με μετάθεση) + κατάλ. ίμι (πρβλ. ψοφίμι). Κατ άλλους από το αρχ. επίθ. θηράσιμον «αυτό που μπορεί να θηρευθεί»] … Dictionary of Greek
ναχαδόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν» … Dictionary of Greek
περικρούω — Α 1. κρούω, χτυπώ κάποιον ή κάτι ολόγυρα 2. (ειδικά) χτυπώ πήλινο ή μετάλλινο αγγείο από όλες τις πλευρές για να διαπιστώσω από τον ήχο του αν είναι σπασμένο ή όχι («εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει, πᾱν περικρούωμεν», Πλάτ.) 3. (κυρίως το παθ.) περικρούομαι … Dictionary of Greek
σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… … Dictionary of Greek
σαυχμόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαχνόν, χαῡνον, σαθρόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. σαυκρός] … Dictionary of Greek
σαύνιον — και σαυνίον, τὸ, Α 1. ακόντιο, ιδίως βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ ἵππων βάλλοντες», Στράβ.) 2. μτφ. (με κωμ. σημ.) το ανδρικό μόριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek