Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σίαι

См. также в других словарях:

  • σίαι — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Παφίους) «πτύσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σίαλον] …   Dictionary of Greek

  • (s)p(h)i̯ēu- : (s)pi̯ū-, (s)pīu̯ - (*ps(h)i̯ēu- < -ĝʷhi̯ēu -) —     (s)p(h)i̯ēu : (s)pi̯ū , (s)pīu̯ (*ps(h)i̯ēu < ĝʷhi̯ēu )     English meaning: to spit     Deutsche Übersetzung: ‘speien, spucken” and ähnliche Nachahmungen of Spucklautes     Note: die i̯ losen forms at least partly through dissimilation… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • σίαλο — και σίελο, το / σίαλον και σίελον, ΝΜΑ το σάλιο αρχ. ιξώδες και κολλώδες υγρό στις αρθρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σι τού αοριστ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίαἱ πτύσαι (πρβλ. πτύω / φτύνω) + επίθημα αλον (πρβλ. πέτ αλον, πτύ αλον). Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • σίαλος — (I) ο, ΝΜΑ το σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.]. (II) και σίελος, ὁ, Α 1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι 2. πάχος, λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • δυσκρασίαι — δυσκρᾱσίαι , δυσκρασία bad temperament fem nom/voc pl δυσκρᾱσίᾱͅ , δυσκρασία bad temperament fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκρασίᾳ — δυσκρᾱσίαι , δυσκρασία bad temperament fem nom/voc pl δυσκρᾱσίᾱͅ , δυσκρασία bad temperament fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρασίαι — εὐκρᾱσίαι , εὐκρασία good temperature fem nom/voc pl εὐκρᾱσίᾱͅ , εὐκρασία good temperature fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρασίᾳ — εὐκρᾱσίαι , εὐκρασία good temperature fem nom/voc pl εὐκρᾱσίᾱͅ , εὐκρασία good temperature fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύσιαι — Μύ̱σιαι , Μύσιος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νύσιαι — Νύ̱σιαι , Νύσιος Nysa fem nom/voc pl Νῦσα Nysa fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»