-
1 σανδαλισκος
-
2 σανδαλίσκος
σανδαλίσκος, ὁ, dim. von σάνδαλον, Ar. Ran. 405.
-
3 σανδαλίσκος
σανδαλ-ίσκος, ὁ, Dim. of σάνδαλον, Ar.Ra. 406 (s.v.l., τὸ -κον Blass):—also [full] σαμβᾰλίσκος, ὁ, heterocl. pl. - ίσκα, Hippon.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σανδαλίσκος
-
4 σανδαλίσκον
σανδαλίσκοςmasc acc sg -
5 σάμβαλον
A v. σάνδαλον, σανδαλίσκος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σάμβαλον
См. также в других словарях:
σανδαλίσκος — ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
σανδαλίσκον — σανδαλίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
σαμβαλίσκος — ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. σανδαλίσκος … Dictionary of Greek