Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψῆττα

См. также в других словарях:

  • ψῆττα — flat fish fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήττα — η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι αρχ. (με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< *ψήχ …   Dictionary of Greek

  • ψήττα — ψή̱ττᾱ , ψῆττα flat fish fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψῆτται — ψῆττα flat fish fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψῆτταν — ψῆττα flat fish fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψησία — Α (αμφβλ. τ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «ψῆττα». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ψῆσσα / ψήττα*] …   Dictionary of Greek

  • ψηττάριον — και ψηττάδιον, τὸ, Α υποκορ. τ. τού ψῆττα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆττα «είδος ψαριού» + υποκορ, κατάλ. άριον / άδιον (πρβλ. παιδ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • ψηττοειδής — ές, Α όμοιος με ψήττα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆττα «είδος ψαριού» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ψηττόποδες — οἱ, Α (ως ονομασία ενός φανταστικού λαού) αυτοί που τα πόδια τους είναι σαν ψήττα, πλατύποδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆττα «είδος ψαριού» + ποῦς, ποδός] …   Dictionary of Greek

  • ψήττας — ψή̱ττᾱς , ψῆττα flat fish fem acc pl ψή̱ττᾱς , ψῆττα flat fish fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψέττα — η, Ν (εσφ. τ.) βλ. ψήττα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»