-
1 σάλπιγγα
η горн, труба -
2 σάλπιγγα
σάλπιγξsaupe: fem acc sg -
3 σάλπιγγα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σάλπιγγα
-
4 σάλπιγγα
[салпинга] ουσ. Θ. труба горн.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σάλπιγγα
-
5 σάλπιγγα
[салпинга] ουσ θ труба горн. -
6 σάλπιγγα
1) bugle2) horn3) oviductΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σάλπιγγα
-
7 bugle
σάλπιγγα -
8 oviduct
σάλπιγγα -
9 труба
-ы, πλθ. трубы θ.1. σωλήνας•водопроводная труба ο υδροσωλήνας•
газопроводная труба σωλήνας αεριοαγωγός ή φωταερίου•
воздухопроводная труба σωλήνας αεραγωγός ή αερισμού•
медная труба χάλκινος σωλήνας•
стальная труба ατσάλινος σωλήνας•
стеклянная труба γυάλινος σωλήνας•
труба телескопа σωλήνας τηλεσκοπίου.
2. τρομπέτα, σάλπιγγα. || χωνί, χοάνη•труба репродуктора η χοάνη του μεγάφωνου.
3. καπνοδόχος, φουγάρο, καμινάδα.4. (ανατ.) σάλπιγγα•еф-стахиева труба ευσταχιανή σάλπιγγα•
фаллопиева, труба ωαγωγός (ή σάλπιγγα) μήτρας.
5. (κυνηγ.) η ουρά της αλεπούς.6. -ойεπίρ. α) κάθετα, κατακόρυφα, β) χωνοειδώς, σαν χωνί.7. καταστροφή, χαμός, τέλος.εκφρ.аэродинамическая труба – αεροδυναμικός σωλήνας•мостовая труба – ο υδροσωλήνας κάτω από την οδό•нетолченая труба – μεγάλος συνωστισμός, πλήθος αδιαπέραστο•пожарная труба – ο πυροσβεστικός σωλήνας•дело труба – (απλ.) η υπόθεση πάει άσχημα•хвост -ой – τόσκάσε, έφυγε•пустить (выпустить) в -у – α) καταστρέφω κάποιον οικονομικά, κάνω να πτωχεύσει, β) κατασπαταλώ, ανεμοσκορπίζω. -
10 труба
1. тех. о σωλήν/αςο αγωγέαςводопроводная - ο υδροσω-λήνας, ο υδραγωγόςдейдвудная - мор. η χοάνη του ελικοφόρου άξοναжаровая - (парового котла) о φλογαυλός, ο φλο-γοσωλήνας- μέτρησηςкормовая - πρυμνιός/πρυμναίος -переговорная - επικοινωνίας, φων(ο)αγωγός -ребристая - πτερυγοφόρος -, ο αυλός με πτερύγιαсварная - συγκολλημένος -, συγκολλητός -2. муз. η σάλπιγγα 3. (дымовая) ο/η καπνοδόχος, το φουγάρο (ξεν.), η καμινάδα 4. анат. η σάλ-πιγξ, η σάλπιγγα 5. (подзорная) το ματοκυάλι, το κα(ν)νοκιάλι, η διόπτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > труба
-
11 труба
труба 1) ο σωλήνας 2) (дымовая ) η καπνοδόχη 3) муз. η σάλπιγγα* * *1) ο σωλήνας2) ( дымовая) η καπνοδόχη3) муз. η σάλπιγγα -
12 фанфара
-
13 трубить
-блго, -бишьρ.δ.1. σαλπίζω•трубить трубу σαλπίζω, παίζω (βαρώ) τη σάλπιγγα.
|| ηχώ• σημαίνω•трубы -ят οι σάλπιγγες ηχούν.
2. σημαίνω, δίνω παράγγελμα με τη σάλπιγγα•, трубить сбор σημαίνω προσκλητήριο•трубить тревогу σημαίνω συναγερμό.
3. μτφ. διασαλπίζω, διαλαλαλώ, διατυμπανίζω, διακηρύσσω, διαθρυλώ.4. (απλ.) καταπονούμαι, πελεκιέμαι στη δουλεία.εκφρ.в -ы или во все трубы трубить – βλ. (3 σημ.).(γεωπ.) βγάζω το καλαμικό στέλεχος. -
14 προ-σαλπιστός
προ-σαλπιστός, wozu vorher trompetet wird, δεῖπνα, Ael. V. H. 8, 7, soll προςσαλπιστά heißen, bei, unter Trompetenschall; Ath. XIII, 538 d sagt dafür πρὸς σάλπιγγα.
-
15 προ-τροπάδην
προ-τροπάδην, adv., vorwärts gewendet, bes. von eiliger Flucht, ohne sich umzusehen, dah. überh. eilig; φοβέοντο, Il. 16, 304; προτρ. ἵκετο σπεύδων, Pind. P. 4, 94; τοὺς προτρ. φεύγοντας, Plat. Conv. 221 c, Xen. Mem. 1, 3, 13; u. so Folgde, wie Pol. 1, 12, 3 u. öfter; auch προτροπάδην φέρεται καὶ συντρέχει τὰ ζῶα πρὸς τὴν σάλπιγγα, 12, 3, 4; ὤσασϑαι προτρ. τοὺς Θηβαίους, in die Flucht schlagen, Plut. Agesil. 18.
-
16 σάλπιγξ
σάλπιγξ, ιγγος, ἡ, die Trompete (s. die Beschreibung Poll. 4, 85), die im Kriege das Zeichen zum Angriffe gab, ὅτε τ' ἴαχε σάλπιγξ, Il. 18, 219; Τυρσηνική, Aesch. Eum. 538 (wie Eur. Phoen. 1387); βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων, Spt. 376; στάντες δὲ χαλκῆς ὑπαὶ σάλπιγγος ᾖξαν, Soph. El. 701; Ar. u. in Prosa: Thuc. 6, 32; σάλπιγξ φϑέγγεται, Xen. An. 4, 2, 7; τῇ σάλπιγγι σημαίνειν, 4, 2, 1 u. öfter, u. Folgde; αἱ σάλπιγγες καὶ αἱ βυκάναι ἀναβοῶσι, Pol. 15, 12, 2; ἀπὸ σάλπ ιγγος, auf das mit der Trompete gegebene Zeichen, 4, 13, 1; die eigentliche Kriegstrompete dieß später σ. στρογγύλη, eine andere, die zu heiligen Gebräuchen diente, ἱερά; auch noch andere Arten finden sich, wie ὡρολόγιος, mit welcher die Stunden angegeben wurden, Sp. – Auch das mit der Trompete gegebene Zeichen, wie man z. B. Arist. rhet. 3, 6 τὴν σάλπιγγα εἶναι μέλος ἄλυρον erklärt. – Σάλπιγξ ϑαλασσία, eine Meerschwalbe, sonst στρόμβος, Archil. bei Hesych. – Ein Vogel, der einen trompetenähnlichen Ton von sich giebt, Sp. – Ein Fisch, = σάλπη.
-
17 κατα-σῑγάζω
κατα-σῑγάζω, zum Schweigen bringen, beschwichtigen, Arist. H. A. 9, 8 u. Sp.; σάλπιγγα Ael. H. A. 16, 23. – Pass., Ath. I, 3 a.
-
18 σαλπιγξ
- ιγγος ἥ1) труба, рожок Hom., Aesch.ὑπὸ (τῆς) σάλπιγγος Arph., Soph., ἀπὸ σάλπιγγος и παρὰ σάλπιγγα Xen. — по звуку трубы;
Πιερικὰ σ. Anth. = Πίνδαρος2) трубный звук Arst.3) Arst. = σάλπη См. σαλπη -
19 яйцевод
анат. (труба фаллопиева) о ωαγωγός, η σάλπιγγα (της μήτρας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > яйцевод
-
20 горн
См. также в других словарях:
σάλπιγγα — Χάλκινο πνευστό όργανο. Ήταν γνωστό με στοιχειώδη μορφή από τους αρχαίους χρόνους, που το χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, οι Εβραίοι, το… … Dictionary of Greek
σάλπιγγα — η γεν. πληθ. ίγγων 1. πνευστό μουσικό όργανο: Ήχος σάλπιγγας. 2. «ευσταχιανή σάλπιγγα», σωλήνας που συνδέει το μέσο αυτί με το φάρυγγα. 3. πληθ. σάλπιγγες, οι ωαγωγοί της μήτρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάλπιγγα — σάλπιγξ saupe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσταχιανή σάλπιγγα — Σωλήνας, ο οποίος συνδέει το μέσον ους με τον λάρυγγα. Η σύνδεση αυτή εξυπηρετεί έναν ιδιαίτερο σκοπό. Επειδή ακριβώς το τύμπανο κλείνει ερμητικά όλο τον ακουστικό σωλήνα, θα πρέπει να υπάρχει εξισορρόπηση των πιέσεων που ασκούνται από την… … Dictionary of Greek
ακουστική σάλπιγγα — Βλ. λ. ευσταχιανή σάλπιγγα … Dictionary of Greek
σάλπισμα — το, ΝΑ [σαλπίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλπίζω, το να σαλπίζει κανείς, να παράγει ήχο ή να παίζει ένα μουσικό κομμάτι με την σάλπιγγα 2. ήχος που παράγεται, που βγαίνει από την σάλπιγγα 3. το παράγγελμα που δίνεται με την σάλπιγγα… … Dictionary of Greek
σαλπίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σαλπίττω και βοιωτ. τ. σαλπίδδω και στους Ταραντίνους σαλπίσσω Α 1. παίζω την σάλπιγγα, ηχώ με την σάλπιγγα 2. σημαίνω παράγγελμα με την σάλπιγγα (α. «και να σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο», Παλαμ. β. «ἐσάλπισε τὸ...… … Dictionary of Greek
τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… … Dictionary of Greek
σαλπιγγικός — ή, ό, Ν [σάλπιγγα] 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευσταχιανή σάλπιγγα ή στις σάλπιγγες τής μήτρας τής γυναίκας 2. φρ. «σαλπιγγική εγκυμοσύνη» ιατρ. έκτοπη κύηση κατά την οποία το κύημα είναι εμφυτευμένο σε μία από τις… … Dictionary of Greek
σαλπιγγοστομία — η, Ν ιατρ. πλαστική εγχείρηση για τη δημιουργία τεχνητού στομίου σε σάλπιγγα τής μήτρας, προς την ωοθήκη, η οποία γίνεται σε περιπτώσεις αναγκαστικής αφαίρεσης τμήματος τής σάλπιγγας και αποσκοπεί στην αποφυγή τής στείρωσης τής γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
σαλπιγγοφαρυγγικός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευσταχιανή σάλπιγγα και στον φάρυγγα ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγγα + φαρυγγικός] … Dictionary of Greek