-
1 насос
η αντλίαподавать - ом παρέχω/δίνω με -винтовой - ελικοφόρος -, κοχλιοφόρα/κο-χλιωτή -высоконапорный - см. - высокого давления газовый - αερίωνгрузовой мор. - φορτίουдвухступенчатый - δύο βαθμίδων, διβάθμια -двухцилиндровый - δύο κυλίνδρων, διπλή -масляный - του ελαίου/λαδιούнагнетательный - της πίεσης/κατάθλιψηςосушительный мор. - των σεντινώνподающий ав. - παροχήςподкачивающий ав. см. подающий -продувочный - της εξαέρωσης/σάρωσηςради-ально-поршневой - περιστροφική - με την παλινδρομική κίνηση των εμβόλωνроторный - με ρότορα/στροφέαручной - χειροκίνητη -, η χειραντλίαстояночный мор. - του λιμανιού, судовой - του πλοίουтопливный - του καυσίμου, тормозной (ж - д.) - της πέδηςтрюмный мор. - του κύτους/αμπαριούцентробежный - сдвусторонним всасыванием φυγόκεντρος - με διπλή αναρρόφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насос
-
2 канава
το αυλάκι, το χαντάκιводосточная - ομβρίων υδάτων, το νεραύλακοглавная мет. - κύριο -противопожарная лес. - πυροσβεστικό -сточная - ο υπόνομος, το αυλάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канава
-
3 колодец
το φρέαρразг. το πηγάδιконденсатный (тепл.) - συμπυκνώματοςосушительный мор. - αποστράγγισης, η σεντίναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > колодец
-
4 патрубок
тех. о σωλήνας διακλάδωσηςприёмный - εισαγωγής/αναρρόφησηςприёмный - осушительного насоса - αναρροφητικός - της αντλίας αποστράγγισης- турбины выхлопной - εξαγωγής (καυσαερίων) τουστροβίλου/της τουρμπίνας- центробежного вентилятора входной{}выходной{} - εισαγωγής/εξαγωγής του φυγόκενρου ανεμιστήραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > патрубок
-
5 труба
1. тех. о σωλήν/αςο αγωγέαςводопроводная - ο υδροσω-λήνας, ο υδραγωγόςдейдвудная - мор. η χοάνη του ελικοφόρου άξοναжаровая - (парового котла) о φλογαυλός, ο φλο-γοσωλήνας- μέτρησηςкормовая - πρυμνιός/πρυμναίος -переговорная - επικοινωνίας, φων(ο)αγωγός -ребристая - πτερυγοφόρος -, ο αυλός με πτερύγιαсварная - συγκολλημένος -, συγκολλητός -2. муз. η σάλπιγγα 3. (дымовая) ο/η καπνοδόχος, το φουγάρο (ξεν.), η καμινάδα 4. анат. η σάλ-πιγξ, η σάλπιγγα 5. (подзорная) το ματοκυάλι, το κα(ν)νοκιάλι, η διόπτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > труба
-
6 трубопровод
ο (σωλην)αγωγόςη σωλήνωση, η γραμμή σωληνώσεωντο δίκτυο σωληνώσεωνбалластный мор. - έρματοςкабельный - καλωδίων, конденсаторный - συμπυκνώματοςприёмно-от-ливной мор. - αναρρόφησης-εξαγωγήςприёмный - забортной воды мор. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερού της θάλασσαςсточный - ο οχετός, ο υπόνομοςшпигатный - мор. τοδίκτυο των μπουνιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трубопровод
-
7 бак
1. (ёмкость) η δεξαμενή, το δοχείο, разг. το ντεπόζιτοдополнительный - βοηθητική -, συμπληρωματική -дренажный (тепл.) - αποστράγγισηςмаслосборный - συλλογής ελαίου/λαδιούмасляный - ελαίου/λαδιού2. (корабельный) το πρόστεγο, το κάσσαρο (της πλώρης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бак
-
8 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
-
9 галерея
1. (крытый проход) η στοά, η γαλαρία (ξεν.) 2. (картинная) η πινακοθήκη, η γκαλερί (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > галерея
-
10 дрена
тех. о οχετός/σωλήνας αποστράγγισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дрена
-
11 дреноукладчик
το μηχάνημα τοποθέτησης σωλήνων αποστράγγισης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дреноукладчик
-
12 канавокопатель
το μηχάνημα κατασκευής (ή εκσκαφής) των αυλακιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канавокопатель
-
13 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
-
14 кран
1. (трубная арматура) о κρουν/ός, η βρύσηприсоединять - к трубопроводу αρμόζω/συνδέω τον - ό στο δίκτυοпожарный - πυροσβεστικός -, ο υδροδότης2. (механизм для захватывания, подъема и перемещения тяжестей) о γε-ραν/ός, το βαρούλκοколонна - а ο ιστός/το στήριγμα - ούзагрузочный мет. - φόρτωσηςпонтонный - σε φορτηγίδα/ποντόνιстационарный поворотный палубный мор. - μόνιμος περιστρεφόμενος - καταστρώματοςсудовой палубный мор. - του καταστρώματος (πλοίου)3. (рукоятка экстренного торможения) о μοχλός της άμεσης πέδης(ανάγκης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кран
-
15 магистраль
1. (основная линия в путях сообщения) η συγκοινωνική αρτηρία (άξονας) 2. (улица с интенсивным движением) η κυρία οδός 3. (свз., эл.) η γραμμή 4. (трубо-провод) о κύριος αγωγόςη κυρία σωλήνωσηвпускная ав. - εισαγωγήςмасляная - λαδιού/ελαίουосушительная мор. - αποστράγγισης5. вчт. о δίαυλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магистраль
-
16 машина
1. (механизм) το μηχάνημα, η μηχανήбетонирующая - παροχής σκυροδέματος, η μπετονιέραбрикетировочная (αχ.) - κατασκευής δεματίων/μπρικбумагоделательная - κατασκευής χαρτιού/χαρτοποιίαςволокноотдели-тельная - διαχωρισμού των ινών/νημάτωνвязальная текст. - η μηχανή πλεξίματος- для брикетирования кормов - δεματοποίησης των ζωοτροφών, κατασκευής μπρίκ των ζωοτροφώνземлеройная - εκσκαφής, εκσκαπτικό/χωματουρ-γικό -зерноочистительная - καθαρισμού των δημητριακών, η λιχνιστική μηχανήзолотопромывочная - πλυσίματος/εξό-ρυξης του χρυσούклепальная - καρφώματος/πριτσινίσματοςкопировально-множительная - το εκτυπωτικό σύστημα όφσετ(παλαιότερα η λιθογραφία)лесовалочная - κοπής/ξύ-λευσης του δάσουςмаркировочная - σήμανσης/μαρκαρίσματοςотделочная - τελειώματος/φινιρίσματοςпосадочная лес. - φύτευσηςрулевая - του πηδαλίου/τιμονιούсветокопировальная - φωτοτυπικό -, το φωτοτυπικόсортировочная - см. сортировальная -уборочная с.-х. - η συλλεκτι-κή/θεριστική μηχανήупаковочная - δεματοποίισης/πακεταρίσματοςчесальная - ξέσης, ο ξάντηςэлектронно-вычислительная(ЭВМ) - ο ηλεκτρικός υπολογιστής (Η/Υ)το κομπιούτερ (ξεν.)2. (двигатель) η μηχανή,ο κινητήραςпаровая - ατμοκίνητη -, η ατμομηχανήрулевая мор. - πηδαλίου3. (автомобиль) το αυτοκίνητο, το όχημαлегковая - επιβατικό -, разг. το αμάξιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машина
-
17 недренируемость
η αδυναμία της αποστράγγισης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недренируемость
-
18 орудие
(труда) το εργαλείοрыболовное - της αλιείας.оружие το όπλ/οядерное - πυρηνικά - α (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > орудие
-
19 отверстие
η οπ/ή, η τρύπα, το άνοιγμαсовмещать -ия ταιριάζω τις - ές, ευθυγραμμίζω τις - έςкормовое - мор. πρυμνιό -осушительное - δραίνωσης/αποστράγγισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отверстие
-
20 отросток
1. тех. о κλάδος, το παρακλάδι (του σωλήνα)приёмный - осушительного трубопровода - της αναρρόφησης του δικτύου αποστράγγισης2. бот. о βλαστός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отросток
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
λυσίμετρο — το γεωλ. συσκευή που περιέχει δείγμα εδάφους και μετρά την ποσότητα αποστράγγισης τού νερού στη μονάδα τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lysimeter < lysi (< λυσι *) + meter (< μέτρο)] … Dictionary of Greek
τύρφη — Τύπος άνθρακα ο οποίος προέρχεται από την αργή εξαλλοίωση φυτικών τμημάτων, που συγκεντρώνονται σε τεράστιες μάζες, αποτελώντας ποανθρακωρυχεία ή τεναγώδη κοιτάσματα παλαιάς σύστασης. Η τ. εμφανίζεται με μορφή σπογγώδη και ινώδη και είναι ένα… … Dictionary of Greek
υδραυλικός — ή, ό / ὑδραυλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕδραυλος / ὕδραυλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση τού νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα («υδραυλικός μηχανισμός») νεοελλ. 1. υδρευτικός («υδραυλική εγκατάσταση» σύστημα σωληνώσεων και… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek