-
1 τετράρριζος
τετρά-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράρριζος
-
2 αὐτόρριζος
αὐτό-ρρῑζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόρριζος
-
3 βαθύρριζος
βᾰθύ-ρρῑζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύρριζος
-
4 βραχύρριζος
βρᾰχύ-ρρῑζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχύρριζος
-
5 γλυκύρριζα
γλῠκύ-ρρῑζα, ἡ,A sweet-root, i. e. liquorice, Glycyrrhiza glabra, Dsc.3.5, Antyll. ap. Orib.10.24.4:—also [suff] γλῠκύ-ρριζον, τό, Gp.7.24.4, and [suff] γλῠκύ-ρριζος, ἡ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκύρριζα
-
6 εὐθύρριζος
εὐθύ-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθύρριζος
-
7 κεφαλόρριζος
κεφᾰλό-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλόρριζος
-
8 λεπτόρριζος
λεπτό-ρριζος, ον,A with thin, delicate root, Thphr.HP8.2.3, Gp.2.12.2, Sch.Theoc.5.123.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόρριζος
-
9 μακρόρριζος
μακρό-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρόρριζος
-
10 μεγαλόρριζος
μεγᾰλό-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόρριζος
-
11 μονόρριζος
μονό-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόρριζος
-
12 παχύρριζος
πᾰχύ-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παχύρριζος
-
13 πολύρριζος
πολύ-ρριζος, ον,A with many roots, Id.HP9.10.2, Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyt.); full of roots,γῆ Gp.3.10.8
.3 metaph., firmly rooted,πολιτεία Plu.2.787f
.4 fibrous, of tissue in malignant disease, Hp. Mul.2.156.II πολύρριζον, τό, = ἑλλέβορος μέλας, Dsc.4.162.2 = πτερίς, ib.184.3 = ἐπιμήδιον, Ps.-Dsc.4.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύρριζος
-
14 πρωτόρριζος
πρωτό-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτόρριζος
-
15 πυκινόρριζος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυκινόρριζος
-
16 πυκνόρριζος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυκνόρριζος
-
17 σαρκόρριζος
σαρκό-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαρκόρριζος
-
18 τανύρριζος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανύρριζος
-
19 τρίρριζος
τρί-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίρριζος
-
20 φλοιόρριζος
φλοιό-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλοιόρριζος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ισχυρόρριζος — ἰσχυρόρριζος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρές, στέρεες ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + ρριζος (< ρίζα), πρβλ. βαθύ ρριζος, μακρό ρριζος] … Dictionary of Greek
κεφαλόρριζος — κεφαλόρριζος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει βολβοειδή ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ρριζος (< ρίζα), πρβλ. σαρκό ρριζος, φλοιό ρριζος] … Dictionary of Greek
μετεωρόρριζος — μετεωρόρριζος, ον (Α) (για φυτό) αυτός που έχει τις ρίζες στην επιφάνεια τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. βαθύ ρριζος, μακρό ρριζος] … Dictionary of Greek
σαρκόρριζος — η, ο / σαρκόρριζος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό ρριζος, φλοιό ρριζος] … Dictionary of Greek
εΰρριζος — ἐύρριζος, ον (Α) εύριζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ριζος (< ρίζα), πρβλ. βαθύ ρριζος, μονό ρριζος] … Dictionary of Greek
κονδυλόρριζος — η, ο (για φυτά) αυτός που έχει κονδυλώδεις, εξογκωμένες ρίζες, αυτός που έχει κονδύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + (ρ)ριζος (< ρίζα), πρβλ. κεφαλό ρριζος, σαρκό ρριζος. Η λ., στον λόγιο τ. ουδ. κονδυλόῤῥιζον, μαρτυρείται από το 1887 στον… … Dictionary of Greek
οκτάρριζος — ὀκτάρριζος, ον (Α) 1. αυτός που έχει οκτώ ρίζες 2. (για τα κλαδωτά κέρατα τής ελάφου) αυτός που έχει οκτώ αιχμηρά άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ρριζος (< ρίζα), πρβλ. τετρά ρριζος] … Dictionary of Greek
ολόρριζος — η, ο (Α ὁλόρριζος, ον) αυτός που έχει όλη του τη ρίζα, σύρριζος αρχ. φρ. «ὁλόρριζοι ἀπολοῡνται» θα ξεκληριστούν. επίρρ... ολορρίζως και ολόρριζα (ΑΜ ὁλορρίζως) με όλη τη ρίζα, σύρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek
παχύρριζος — η, ο / παχύρριζος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει παχιές, χοντρές ρίζες, χονδρόρριζος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παχύρριζος βοτ. μικρό γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη, οικογένεια φαβίδες. Καλλιεργούνται στις… … Dictionary of Greek
πολύρριζος — και πολύριζος, η, ο / πολύρριζος και πολύριζος, ον, ΝΜΑ 1. (για φυτά) αυτός που έχει πολλές ρίζες 2. (για έδαφος) γόνιμος μσν. αρχ. (για γη) ο γεμάτος ρίζες αρχ. 1. (για ιστό σε κακοήθη ασθένεια) ινώδης 2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύρριζον α) το φυτό… … Dictionary of Greek
πρωτόρριζος — ον, Α πρωτότυπος, αρχέγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ ρριζος] … Dictionary of Greek