Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ρριζος

См. также в других словарях:

  • ισχυρόρριζος — ἰσχυρόρριζος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρές, στέρεες ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + ρριζος (< ρίζα), πρβλ. βαθύ ρριζος, μακρό ρριζος] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόρριζος — κεφαλόρριζος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει βολβοειδή ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ρριζος (< ρίζα), πρβλ. σαρκό ρριζος, φλοιό ρριζος] …   Dictionary of Greek

  • μετεωρόρριζος — μετεωρόρριζος, ον (Α) (για φυτό) αυτός που έχει τις ρίζες στην επιφάνεια τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. βαθύ ρριζος, μακρό ρριζος] …   Dictionary of Greek

  • σαρκόρριζος — η, ο / σαρκόρριζος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό ρριζος, φλοιό ρριζος] …   Dictionary of Greek

  • εΰρριζος — ἐύρριζος, ον (Α) εύριζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ριζος (< ρίζα), πρβλ. βαθύ ρριζος, μονό ρριζος] …   Dictionary of Greek

  • κονδυλόρριζος — η, ο (για φυτά) αυτός που έχει κονδυλώδεις, εξογκωμένες ρίζες, αυτός που έχει κονδύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + (ρ)ριζος (< ρίζα), πρβλ. κεφαλό ρριζος, σαρκό ρριζος. Η λ., στον λόγιο τ. ουδ. κονδυλόῤῥιζον, μαρτυρείται από το 1887 στον… …   Dictionary of Greek

  • οκτάρριζος — ὀκτάρριζος, ον (Α) 1. αυτός που έχει οκτώ ρίζες 2. (για τα κλαδωτά κέρατα τής ελάφου) αυτός που έχει οκτώ αιχμηρά άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ρριζος (< ρίζα), πρβλ. τετρά ρριζος] …   Dictionary of Greek

  • ολόρριζος — η, ο (Α ὁλόρριζος, ον) αυτός που έχει όλη του τη ρίζα, σύρριζος αρχ. φρ. «ὁλόρριζοι ἀπολοῡνται» θα ξεκληριστούν. επίρρ... ολορρίζως και ολόρριζα (ΑΜ ὁλορρίζως) με όλη τη ρίζα, σύρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ… …   Dictionary of Greek

  • παχύρριζος — η, ο / παχύρριζος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει παχιές, χοντρές ρίζες, χονδρόρριζος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παχύρριζος βοτ. μικρό γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη, οικογένεια φαβίδες. Καλλιεργούνται στις… …   Dictionary of Greek

  • πολύρριζος — και πολύριζος, η, ο / πολύρριζος και πολύριζος, ον, ΝΜΑ 1. (για φυτά) αυτός που έχει πολλές ρίζες 2. (για έδαφος) γόνιμος μσν. αρχ. (για γη) ο γεμάτος ρίζες αρχ. 1. (για ιστό σε κακοήθη ασθένεια) ινώδης 2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύρριζον α) το φυτό… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόρριζος — ον, Α πρωτότυπος, αρχέγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ ρριζος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»