-
1 τρίρριζος
τρί-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίρριζος
См. также в других словарях:
τετράρριζος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερεις ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», Γαλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τετράρριζος οδονταλγία, πονόδοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. τρί ρριζος] … Dictionary of Greek
τρίρριζος — ον, Α αυτός που έχει τρεις ρίζες («ὀδόντες τρίρριζοι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. ὀκτά ρριζος] … Dictionary of Greek