-
1 ραστωνη
ион. ῥῃστώνη ἥ1) легкость, нетрудностьῥᾳστώνῃ и μετὰ ῥᾳστώνης Plut. — с легкостью, без труда;
πολλέ ῥ. γίγνεται μηδὲν ἐλαττοῦσθαί τινος Plat. — оказывается, что весьма легко не уступать кому-л.2) легкий способ, удобное средствоπρὸς τὰς ῥᾳστώνας Arst. — в целях удобства3) расположение, любезностьἐκ τῆς ῥῃστώνης τινός Her. — из расположения к кому-л.
4) снисхождение(ῥᾳστώνην τινὴ διδόναι Dem.)
5) облегчение, отдохновение, передышка(ἐκ τῶν πόνων Plat.)
ῥ. τῆς πόσεως Plat. — передышка в попойке6) беззаботность, беспечность, нерадение(ῥ. καὴ ῥᾳθυμία Dem.)
7) pl. спокойствие, покой -
2 ραστώνη
η1) лёгкая, весёлая жизнь; 2) см. ραθυμία -
3 δελεαζω
1) насаживать в качестве приманки, наживлять(τι περὴ ἄγκιστρον Her. и τινὴ τὸ ἄγκιστρον Luc.; κύρτον δελέατι Arst.)
δελεάσαι (sc. τὸ ἄγκιστρον) ἐπ΄ ἄλλους (ἰχθύας) Luc. — насадить на крючок приманку для поимки других рыб2) бросать в качестве приманки, т.е. расточать(δ. καὴ λιμαίνεσθαι τὰ πλήθη Polyb.)
3) ловить на приманку(ἥ πορφύρα δελεάζεται τοῖς σαπροῖς Arst.)
4) сманивать, соблазнять, прельщать, преимущ. pass. быть соблазненным, прельститься(γαστρί Xen.; χάριτι καὴ ῥᾳστώνῃ Polyb.; ῥᾳστώνῃ καὴ σχολῇ Dem.; ἁρπαγαῖς καὴ πορθήμασι и διὰ τῶν ὄψων Plut.)
-
4 ρηστωνη
-
5 εμφρων
2, gen. ονος1) находящийся в сознанииἔτ΄ ἔ. Soph. — еще не потерявший сознания, еще живой;
πάλιν ἔ. Sext. и ἔ. γενόμενος Plut. — пришедший в себя, очнувшийся;ἔμφρονα τιθέναι τινά Aesch. — приводить кого-л. в чувство;ἔ. καθίστασθαι Soph. — приходить в чувство2) сопровождаемый сознанием, сознательный(ἕξις Plat.; ῥαστώνη Arst.)
3) (благо)разумный, рассудительный(ἀνήρ Pind., Soph., Arst., Plut.; σωφροσύνη Thuc.; ζῷα Xen.; βίος Plat.; τέχνη Arst.; τόλμαι Plut.)
См. также в других словарях:
ῥᾳστώνη — easiness of doing fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥᾳστωνέω grow easy pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ῥᾳστωνέω grow easy imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳστώνῃ — ῥᾳστώνη easiness of doing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραστώνη — η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α 1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος τής ραστώνης» β. «ἡ καθ ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.) 2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη… … Dictionary of Greek
ῥαιστώναις — ῥᾳστώνη easiness of doing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιστώνη — ῥᾳστώνη easiness of doing fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥᾳστωνέω grow easy pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ῥᾳστωνέω grow easy imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιστώνην — ῥᾳστώνη easiness of doing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιστώνης — ῥᾳστώνη easiness of doing fem gen sg (attic epic ionic) ῥᾳστωνέω grow easy imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηστώνης — ῥᾳστώνη easiness of doing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳστῶναι — ῥᾳστώνη easiness of doing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳστώναις — ῥᾳστώνη easiness of doing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳστώνην — ῥᾳστώνη easiness of doing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)