-
1 ραθυμια
ἥ1) беспечность, беззаботность, нерадивость, равнодушие Thuc., Xen., Lys., Eur.μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. — сказать так было бы крайне необдуманно
2) отдохновение, развлечение, увеселение Eur., Arst., Polyb. -
2 ραθυμία
ραθυμιά η1) лень, леность; 2) вялость; медлительность; апатия; 3) (редко) грусть, печаль -
3 ραθυμία
[ратимиа] ουσ θ лень, безделье, небрежность. -
4 ακαιρος
21) несвоевременный, неуместный, некстати задуманный или сказанный, невпопад затеянный, неподобающий(προθυμία Thuc.; ἔπαινος Plat.: ῥαθυμία Dem.; γέλως Men.; στρατήγημα Plut.)
οὐκ ἄκαιρα φαίνεται λέγειν Aesch. — говорит он, повидимому, дело2) неумеренный, чрезмерный(φιλοδοξία, πλησμοναί Plut.)
γνώμη ἄ. ὄλβου Eur. — безграничная жажда богатств3) непрошенный, назойливый, бестактный(γυνή Plut.)
4) неподходящий, непригодныйφυλάττειν οὐκ ἄ. Xen. — пригодный для несения охраны
-
5 εκθλιβω
1) выдавливать, выжимать(γάλα ἐκθλίβεται Arst.)
ἐκθλίψας τὸ πνεῦμα Plut. — задохнувшись2) вытеснять, выпирать, изгонять(ἀνάγκη ἐστὴν ἐκθλίβεσθαι τοὺς οπλίτας Xen.; ὑπὸ ψυχροῦ ἐκθλίβεται τὸ θερμόν Arst.; πόνῳ ἐκθλιβομένη ῥᾳθυμία Plut.)
-
6 εναποχραομαι
-
7 καταπροιημι
(только med. καταπροΐεμαι, fut. καταπροήσομαι) упускать, терять(τοὺς καιρούς, τοὺς ἰδίους βίους Polyb.; ῥᾳθυμίᾳ τι Plut.)
-
8 ραστωνη
ион. ῥῃστώνη ἥ1) легкость, нетрудностьῥᾳστώνῃ и μετὰ ῥᾳστώνης Plut. — с легкостью, без труда;
πολλέ ῥ. γίγνεται μηδὲν ἐλαττοῦσθαί τινος Plat. — оказывается, что весьма легко не уступать кому-л.2) легкий способ, удобное средствоπρὸς τὰς ῥᾳστώνας Arst. — в целях удобства3) расположение, любезностьἐκ τῆς ῥῃστώνης τινός Her. — из расположения к кому-л.
4) снисхождение(ῥᾳστώνην τινὴ διδόναι Dem.)
5) облегчение, отдохновение, передышка(ἐκ τῶν πόνων Plat.)
ῥ. τῆς πόσεως Plat. — передышка в попойке6) беззаботность, беспечность, нерадение(ῥ. καὴ ῥᾳθυμία Dem.)
7) pl. спокойствие, покой -
9 ραστώνη
η1) лёгкая, весёлая жизнь; 2) см. ραθυμία
См. также в других словарях:
ῥαθυμία — ῥαθυμίᾱ , ῥαθυμία easiness of temper fem nom/voc/acc dual ῥαθυμίᾱ , ῥαθυμία easiness of temper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίᾳ — ῥαθυμίᾱͅ , ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραθυμία — η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α [ράθυμος] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια νεοελλ. 1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη 2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
ῥᾳθυμία — ῥᾳθῡμίᾱ , ῥᾳθυμία fem nom/voc/acc dual ῥᾳθῡμίᾱ , ῥᾳθυμία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳθυμίᾳ — ῥᾳθῡμίαι , ῥᾳθυμία fem nom/voc pl ῥᾳθῡμίᾱͅ , ῥᾳθυμία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραθυμία — η οκνηρία, νωθρότητα: Στο χωριό μιλούσαν όλοι για τη ραθυμία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥαθυμίας — ῥαθυμίᾱς , ῥαθυμία easiness of temper fem acc pl ῥαθυμίᾱς , ῥαθυμία easiness of temper fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαι — ῥαθυμίᾱͅ , ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαν — ῥαθυμίᾱν , ῥαθυμία easiness of temper fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαις — ῥαθυμία easiness of temper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίῃ — ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)