-
1 δια-κρανόω
δια-κρανόω, d. i. διακρηνόω, von κρήνη, hervorquellen lassen; πῶμα διεκρανώσατε Νύμφαι Theocr. 7, 154, was E. M. falsch auf κάρα zurückgeführt ist.
-
2 διακρανόω
δια-κρανόω, d. i. διακρηνόω, von κρήνη, hervorquellen lassen
1 δια-κρανόω
δια-κρανόω, d. i. διακρηνόω, von κρήνη, hervorquellen lassen; πῶμα διεκρανώσατε Νύμφαι Theocr. 7, 154, was E. M. falsch auf κάρα zurückgeführt ist.
2 διακρανόω